Σήμερα είναι η Παγκόσμια Ημέρα κατά του Καρκίνου...
Γνωρίζεις κάποιους από τους πιο καταξιωμένους Έλληνες καλλιτέχνες στην σύγχρονη τέχνη; Σου έφτιαξα μια λίστα με τους 10 πιο σημαντικούς.
H έκθεση Art Capital 2018, θα λάβει χώρα στο Grand Palais από τις 13 με 18 Φεβρουαρίου.
Η Washington Post κάνει ένα αφιέρωμα στην Αρχαία Ελλάδα και στην τελευταία έκθεση που φιλοξενείται στην National Gallery of Art. Το άρθρο τιτλοφορείται “Πρόσωπο με πρόσωπο με την Αρχαία Ελλάδα: Η..
Η έκθεση στη νέα δυναμική Γκαλερί Ευριπίδη στο Κολωνάκι, 50 έργα από δημοφιλείς ζωγράφους οι οποίοι καθιέρωσαν τη ζωγραφική του τοπίου, τα τελευταία 35 χρόνια.
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΛΥΤΡΑΣ Γεννήθηκε στον Πύργο της Τήνου, το 1832 και ήταν ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ζωγράφους και δασκάλους της ζωγραφικής κατά τον 19ο αιώνα. Το έργο του στάθηκε ορόσημο στη νεότερη ελληνική ζωγραφική. Θεωρείται από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της Σχολής του Μονάχου και πρωτοπόρος στη διαμόρφωση της διδασκαλίας των Καλών Τεχνών στην Ελλάδα. Η πολυσήμαντη τέχνη του καλύπτει τα 3/4 του πρώτου αιώνα της ελληνικής αναγέννησης. Ήταν γιος ενός λαϊκού μαρμαρογλύπτη, που περιπλανήθηκε σε όλες τις μεγάλες πόλεις των Βαλκανίων αναζητώντας την τύχη και τελικά κατέληξε στην Τήνο. Ο πατέρας μετέδωσε στο γιο του τη μεγάλη αγάπη του προς την καλλιτεχνία, κι ο Νικηφόρος από μικρή ηλικία είχε εκπλήξει με το πλούσιο ταλέντο του όσους έτυχε να τον γνωρίσουν. Το 1850, σε ηλικία 18 ετών, πήγε στην Αθήνα μαζί με τον πατέρα του και γράφτηκε στο Σχολείο των Τεχνών (η μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών). Εκεί, σπούδασε ζωγραφική με δασκάλους τον Γερμανό διευθυντή της Σχολής, Λούντβιχ Τιρς (Ludwig Thiersch), τους αδερφούς Μαργαρίτη και τον Ιταλό Ραφαέλο Τσεκόλι (Raffaelo Ceccoli). Ο Τιρς συγκινημένος από το πρώιμο φούντωμα της καλλιτεχνικής ιδιοφυίας του Νικηφόρου, τον πήρε από την ιδιαίτερη και πατρική προστασία του και τον καθοδήγησε με επιτυχία στο δρόμο της μεγάλης καριέρας. Με την αποφοίτησή του, το 1856, ο Νικηφόρος Λύτρας ανέλαβε να διδάξει το μάθημα της Στοιχειώδους Γραφής στο ίδιο ίδρυμα. Το 1860, με υποτροφία του βασιλιά Όθωνα, πήγε στο Μόναχο για να σπουδάσει στη Βασιλική Ακαδημία των Καλών Τεχνών και έτσι βρέθηκε στην καρδιά της ευρωπαϊκής καλλιτεχνικής ζωής. Την εποχή εκείνη, στην πρωτεύουσα της Βαυαρίας ζωντάνευε ξανά ο αθηναϊκός 5ος αιώνας π.Χ. Η τέχνη, που είχε πηγή τον αρχαίο κλασικισμό, βρισκόταν στην ακμή της. Μέσα στη Σχολή αυτή και με δάσκαλό του τον Καρλ φον Πιλότυ (Karl von Piloty), που ήταν βασικός εκπρόσωπος της ιστορικής ρεαλιστικής ζωγραφικής στη Γερμανία, ο Νικηφόρος έριξε στερεές ρίζες για την κατοπινή του εξέλιξη. Το 1862, με την έξωση του βασιλιά Όθωνα, το ελληνικό κράτος διέκοψε την υποτροφία που του χορηγούσε, αλλά ο εύπορος βαρόνος Σιμών Σίνας, πρέσβης της Ελλάδας στη Βιέννη, ανέλαβε τα έξοδα των σπουδών του. Το καλοκαίρι του 1865, λίγο πριν αναχωρήσει για την Ελλάδα, συνάντησε τον φίλο του Νικόλαο Γύζη, που μόλις είχε φθάσει στο Μόναχο για να σπουδάσει και αυτός κοντά στον Πιλότυ. Μαζί με τον Γύζη επισκέφθηκαν εκθέσεις και μουσεία και πήγαν για λίγες ημέρες στις εξοχές του Μονάχου, σε γραφικά χωριά της Βαυαρίας. Πυρπόληση τουρκικής ναυαρχίδας Με την επιστροφή του στην Αθήνα, το 1866 ο Λύτρας διορίστηκε καθηγητής ζωγραφικής στη Σχολή Καλών Τεχνών στην έδρα της Ζωγραφικής, την οποία κατείχε για 38 ολόκληρα χρόνια διδάσκοντας με υποδειγματική ευσυνειδησία και ζήλο. Το 1873, παρέα με τον Γύζη, έκανε ένα τρίμηνο ταξίδι στη Σμύρνη και τη Μικρά Ασία, όπου εμπλούτισε το ταλέντο του με ισχυρές και φωτεινές εντυπώσεις και με το ρυθμό ενός άλλου κόσμου. Εκεί προσπάθησε να γνωρίσει την επίδραση που είχε η Ανατολή πάνω στον κλασικισμό, ώστε να μπορέσει να μελετήσει το βυζαντινό ρυθμό που γεννήθηκε από την ένωση του κλασικισμού με την αραβική τέχνη. Τον επόμενο χρόνο (1874) πήγε πάλι στο Μόναχο και επέστρεψε στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1875. Τον Σεπτέμβριο του 1876, μαζί με τον Γύζη, αναχώρησε και πάλι για το Μόναχο και το Παρίσι. Το 1879 επισκέφθηκε την Αίγυπτο και τον χειμώνα του ίδιου έτους παντρεύτηκε την Ειρήνη Κυριακίδη, κόρη εμπόρου από τη Σμύρνη. Τον επόμενο χρόνο γεννήθηκε το πρώτο από τα 6 παιδιά τους, ο Αντώνιος. Ακολουθούν 4 ακόμα γιοι (ο Νικόλαος, ο Όθων, ο Περικλής και ο Λύσανδρος) και μία κόρη, η Χρυσαυγή. Ο γιος του Νικόλαος έγινε κι αυτός ζωγράφος με πλούσιο και πολύ σημαντικό έργο. Ο Λύτρας δούλεψε ευσυνείδητα και ως ζωγράφος και ως καθηγητής στο Σχολείο Καλών Τεχνών και γνώρισε νωρίς την αναγνώριση και την δόξα. Οι ανεξάντλητοι θησαυροί της ψυχής του, η ευαισθησία και η ευρύτητα της καλλιτεχνική του ιδιοσυγκρασίας, έκαναν γόνιμη τη διδασκαλία του και τα αποτελέσματά της λαμπρά, δεδομένου ότι οι σημαντικότεροι καλλιτέχνες της νεότερης Ελλάδας υπήρξαν μαθητές του. Κοντά του μαθήτεψαν πολλοί ζωγράφοι, που αργότερα ακολούθησαν διαφορετικούς δρόμους και διακρίθηκαν, μεταξύ των οποίων ο Γεώργιος Ιακωβίδης, ο Πολυχρόνης Λεμπέσης, ο Περικλής Πανταζής, ο Γεώργιος Ροϊλός και ο Νικόλαος Βώκος. Πέθανε στην Αθήνα, στις 13 Ιουνίου του 1904, σε ηλικία 72 ετών, μετά από σύντομη ασθένεια που εικάζεται ότι οφείλονταν σε δηλητηρίαση από χημικές ουσίες των χρωμάτων. Λίγους μήνες αργότερα, την έδρα του στο Σχολείο Καλών Τεχνών (Πολυτεχνείο), ανέλαβε ο παλαιός μαθητής του Γεώργιος Ιακωβίδης. Τα κάλαντα Στο πλούσιο και απέραντο έργο του Νικηφόρου Λύτρα, από τα πρώτα παιδικά σχεδιαγράμματά του μέχρι τον τελευταίο του πίνακα, βλέπει κανείς μια διαρκή εξέλιξη. Συνεχώς ανεβαίνει, προσπαθώντας να φτάσει στην ιδανική τελειότητα. Το έργο του αποδεικνύει πως ο δημιουργός του είχε κατανοήσει την ανάγκη προσαρμογής των κλασικών προτύπων και παραδόσεων στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα και το έργο του, μαζί µε το έργο του Ν. Γύζη θεωρείται το βάθρο της νεοελληνικής τέχνης. Ο Λύτρας, μέσα από το έργο του εκφράζει την αγάπη του για τους απλούς συνανθρώπους του, αποφεύγοντας τις βίαιες σκηνές και τις κραυγαλέες συνθέσεις. Ζωγράφισε κυρίως πορτρέτα και σκηνές από την καθημερινή ζωή χρησιμοποιώντας λιτά μέσα, και πλάθοντας µια έντονα λυρική ατμόσφαιρα. Ασχολείται με θέματα εθνικού και ηθογραφικού περιεχομένου. Την περίοδο που ήταν μαθητής του Πιλότυ στο Μόναχο, ο Λύτρας ασχολήθηκε με την λεγόμενη «ιστορική ζωγραφική» με θέματα παρμένα από την ελληνική μυθολογία και την ελληνική ιστορία. Στην περίοδο του Μονάχου συγκαταλέγονται οι πίνακές του: Ο απαγχονισμός του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε', Η Πηνελόπη διαλύει τον ιστό της, Η Αντιγόνη εμπρός στο νεκρό Πολυνείκη. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, άρχισε να ασχολείται με προσωπογραφίες. Ο καταξιωμένος Λύτρας ήταν από τα πιο δημοφιλή πρόσωπα στους αθηναϊκούς καλλιτεχνικούς κύκλους της εποχής του. Συμμετείχε και τιμήθηκε σε πάμπολλες εκθέσεις: στις πανελλήνιες εκθέσεις στο Ζάππειο, τις παγκόσμιες εκθέσεις του Παρισιού (1855, 1867, 1878, 1889 και 1900), την παγκόσμια έκθεση της Βιέννης (1873), και τις εκθέσεις που οργάνωνε τακτικά ο Καλλιτεχνικός Σύλλογος Παρνασσός. Ως επίσημος προσωπογράφος της υψηλής κοινωνίας της Αθήνας φιλοτέχνησε ολόσωμα μνημειακά πορτρέτα μελών των οικογενειών Σερπιέρη, Καυτατζόγλου, διευθυντών της Εθνικής Τράπεζας και άλλων επιφανών Αθηναίων που συγκαταλέγονται στα πιο σημαντικά δείγματα της ελληνικής ζωγραφικής του 19ου αι. Στην πραγματικότητα, όμως, οι βιοτικές ανάγκες ήταν που υποχρέωσαν τον Νικηφόρο Λύτρα να ζωγραφίζει προσωπογραφίες εξεχόντων προσώπων. Έτσι, μολονότι είναι αριστουργηματικές, δεν ήταν αυτές στις οποίες ο Λύτρας έκλεινε μέσα τη ψυχή του. Η καλλιτεχνική δύναμη του Νικηφόρου Λύτρα βρίσκεται μέσα στους ηθογραφικούς του πίνακες, στις εκπληκτικές εκείνες συνθέσεις, με θέματα της ζωής στο χωριό και την πόλη, που ακτινοβολούν ολόκληρη τη θέρμη και τη φωτεινή του αγάπη για την ελληνική ζωή και το αγνό ελληνικό σπίτι. Τα γραφικά έθιμα και τα στιγμιότυπα ενέπνευσαν μερικά από τα πλέον γνωστά ηθογραφικά έργα του: Ψαριανό μοιρολόι, Παιδί που στρίβει τσιγάρο, Η αναμονή, Ο κακός εγγονός, Η κλεμμένη, το Μετά την πειρατεία, Η αρραβωνιασμένη, Το λιβάνισμα, Η ορφανή, Τα άνθη του επιταφίου, Ο όρθρος, Ο γαλατάς, Το φίλημα, Το αυγό του Πάσχα, Ο μάγκας και κυρίως Τα κάλαντα αποτελούν τα αντιπροσωπευτικότερα έργα του Λύτρα. Οι ηθογραφίες του Λύτρα, είδος στο οποίο θεωρείται εισηγητής, ανταποκρίνονται στην κυρίαρχη ιδεολογία της αστικής τάξης της εποχής και στο γενικό αίτημα για την απόδειξη της ιστορικής συνέχειας των Ελλήνων. Τα ταξίδια του στη Μικρά Ασία και την Αίγυπτο πλούτισαν τους πίνακές του με αραπάκια, φελάχες, χότζες και άλλα στοιχεία του της προσφιλούς στην Δύση μυστηριακής Ανατολής. Τα έργα των τελευταίων του χρόνων διαπνέονται από την μελαγχολία των γηρατειών, από θρησκευτικές ανησυχίες και μηνύματα θανάτου. Προς το τέλος της ζωής του, ασκητικές και μαυροντυμένες υπάρξεις με κέρινα πρόσωπα πήραν την θέση των λυγερόκορμων κοριτσιών. Η πολύχρονη θητεία του ως καθηγητή στη Σχολή Καλών Τεχνών έθεσε τα θεμέλια για την ανάπτυξη της σύγχρονης ελληνικής ζωγραφικής. Αν και προσκολλημένος πάντα στις αρχές του ακαδημαϊσμού της Σχολής του Μονάχου και ανεπηρέαστος από το ρεύμα των ιμπρεσιονιστών, εντούτοις προέτρεπε πάντα τους μαθητές του να είναι ανοιχτοί στις νέες τάσεις. Ως καλλιτέχνης και ως δάσκαλος, ο Λύτρας σημάδεψε την πορεία της νεοελληνικής ζωγραφικής. «Η αγάπη προς το ωραίο είναι η γέφυρα μεταξύ Θεού και ανθρώπου», έλεγε. Το 1903 παρασημοφορήθηκε με τον Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος. Το 1909 (μετά τον θάνατό του) έργα του παρουσιάστηκαν στην έκθεση «Η σχολή του Πιλότυ 1885-1886» στην γκαλερί Heinemann του Μονάχου. Το 1933 πραγματοποιήθηκε μεγάλη αναδρομική έκθεση στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με 186 έργα του. Τα ελληνικά ταχυδρομεία τον τίμησαν με την έκδοση γραμματοσήμου. Η κλεμμένη ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΥΖΗΣ Γεννήθηκε την 1η Μαρτίου 1842, στο Σκλαβοχώρι της Τήνου και ήταν ένα από τα 6 παιδιά του ξυλουργού Ονούφριου Γύζη και της Μαργαρίτας Γύζη, το γένος Ψάλτη. Ήταν από τους πιο σημαντικούς Έλληνες ζωγράφους του 19ου αιώνα της λεγόμενης «Σχολής του Μονάχου». Διακρίθηκε σε όλα τα χρόνια των σπουδών του και πήρε τα πρώτα βραβεία στη ξυλογραφία, τη ζωγραφική και τη χαλκογραφία. Το 1850, η οικογένειά του μετοίκησε στην Αθήνα και ο μικρός Νικόλαος άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα στην Σχολή των Ωραίων Τεχνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών), αρχικά ως ακροατής και, από το 1854 έως το 1864, ως κανονικός σπουδαστής. Με το τέλος των σπουδών του, γνωρίστηκε με τον πλούσιο φιλότεχνο Νικόλαο Νάζο, με την μεσολάβηση του οποίου έλαβε υποτροφία από το Ευαγές Ίδρυμα του Ναού της Ευαγγελιστρίας της Τήνου, προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές του στην Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου. Τον Ιούνιο του 1865, ο Γύζης έφθασε στο Μόναχο, όπου συνάντησε τον συνάδελφο και φίλο του Νικηφόρο Λύτρα. Ο τελευταίος τον βοήθησε στο να εγκλιματιστεί γρήγορα στο σκληρό γερμανικό περιβάλλον. Πρώτοι του δάσκαλοί του στο Μόναχο ήταν ο Χέρμαν Άνσουτς (Hermann Anschütz) και ο Αλεξάντερ Βάγκνερ (Alexander Wagner). Τον Ιούνιο του 1868 έγινε δεκτός στο εργαστήριο του Καρλ φον Πιλότυ (Karl von Piloty). Το 1871 τέλειωσε τις σπουδές του στο Μόναχο και τον Απρίλιο του 1872 επιστρέφει στην τουρκοκρατούμενη Αθήνα, για να μετατρέψει το πατρικό του σπίτι επί της οδού Θεμιστοκλέους σε ατελιέ. Στο διάστηµα του ταξιδιού είχε τη συναίσθηση ότι το άκρο άωτο κάθε ομορφιάς είναι αυτό που η Ελλάδα πάντα εξέπεμψε προς την ανθρωπότητα, και γράφει χαρακτηριστικά στο φίλο του Κούρτσµπαουερ: «Εδώ είναι κάθε γυναίκα, Αφροδίτη!». Μαζί με τον φίλο του Νικηφόρο Λύτρα, ταξίδεψε το 1873 στη Μικρά Ασία, όπου είδε προσβολές, σφαγές και κρεμάλες, όλη τη δυστυχία του ελληνισμού. Απογοητευμένος από τις συνθήκες της Ελλάδας, τον Μάιο του 1874 εγκατέλειψε την Αθήνα και επέστρεψε στο Μόναχο, όπου έμελλε να ζήσει για το υπόλοιπο της ζωής του. Το 1875 σχεδιάζει τις πρώτες παραλλαγές του Τάματος και τα Παιδικά αρραβωνιάσματα - ηθογραφική περίοδος της τέχνης του. Με τον πίνακα Η Τέχνη και τα πνεύματά της αρχίζει η ιδεαλιστική περίοδος της ζωγραφικής του. Δείχνει στα έργα αυτά μια ευαισθησία, λυρικότητα και ποιητική διάθεση. Ο ακαδημαϊσμός του πολλές φορές υποσκάπτεται από ιμπρεσιονιστική απελευθέρωση. Το 1876, ταξίδεψε παρέα με τον Νικηφόρο Λύτρα στο Παρίσι. Έναν χρόνο αργότερα νυμφεύθηκε την Άρτεμη Νάζου, με την οποία απέκτησε τέσσερις κόρες - την Πηνελόπη (γεν. 1878, πέθανε μόλις 12 ημερών), τη Μαργαρίτα-Πηνελόπη (γεν. 1879), τη Μαργαρίτα (γεν. 1881) και την Ιφιγένεια (γεν. 1890) και ένα γιο - τον Ονούφριο-Τηλέμαχο (γεν. 1884). Το 1880 ανακηρύχθηκε σε επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου και το 1888 εκλέχθηκε τακτικός καθηγητής στο ίδιο ίδρυμα. Το 1881 πέθανε η μητέρα του κι ένα χρόνο μετά πέθανε και ο πατέρας του. Το 1895 επισκέφθηκε για τελευταία φορά την Ελλάδα, την οποία ποτέ δεν ξέχασε και πάντα νοσταλγούσε. Προσβεβλημένος από λευχαιμία, πέθανε στο Μόναχο στις αρχές του 1901 (4 Ιανουαρίου 1901 με το νέο ημερολόγιο). Λέγεται ότι τα τελευταία του λόγια ήταν: «Λοιπόν ας ελπίζουμε και ας ζητούμε να είμεθα εύθυμοι!» Η σορός του ενταφιάστηκε στο Βόρειο Νεκροταφείο του Μονάχου. Καταστροφή Ψαρών Ο Νικόλαος Γύζης αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ακαδημαϊκού ρεαλισμού του ύστερου 19ου αιώνα, του συντηρητικού εικαστικού κινήματος που είναι γνωστό ως «Σχολή του Μονάχου», τόσο σε ελληνικό όσο και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Συμμετείχε και βραβεύτηκε σε πάρα πολλές ελληνικές και ευρωπαϊκές εκθέσεις, από το 1870 έως το 1900. Μάλιστα, μετά το θάνατό του, το 1901 τιμήθηκε με έκθεση έργων του στην 8η Διεθνή Καλλιτεχνική Έκθεση του Γκλασπαλάστ (Glaspalast). Σπουδαστής στην Ακαδημία του Μονάχου, είναι εμφανέστατα επηρεασμένος από τη γερμανική τεχνοτροπία της εποχής και ενστερνίσθηκε όλες τις αρχές των γερμανών δασκάλων του φτιάχνοντας έργα σπάνιας επιδεξιότητας μέσα στα όρια του ιστορικού ρεαλισμού και της ηθογραφίας. Με τα έργα του (ειδικά αυτά της νεότητάς του) έλαβε τον χαρακτηρισμό «γερμανικότερος των Γερμανών» και επαινέθηκε με το παραπάνω από τους τεχνοκριτικούς και τον Τύπο της εποχής. Όμως δεν εφάρμοσε μόνο τις συνταγές της γερμανικής τέχνης, αλλά στράφηκε σε μορφές έκφρασης που εμπεριείχαν πρωτοπόρες ιδέες και ενσάρκωναν νέα ρεύματα. Δύο από τα μεγάλα «γερμανικά» του έργα: οι Ελεύθερες τέχνες και τα πνεύματα της καλλιτεχνικής βιοτεχνίας, που κοσμούσαν την οροφή Μουσείου Διακοσμητικών Τεχνών του Καϊζερσλάουτερν (1878–1880), και Ο θρίαμβος της Βαυαρίας, που κοσμούσε την αίθουσα συνεδριάσεων του Μουσείου Διακοσμητικών Τεχνών της Νυρεμβέργης (1895–1899), καταστράφηκαν κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Μερικά από τα έργα του, όπως Τα αρραβωνιάσματα (1875) και Το κρυφό σχολειό (1885, συλλογή Εμφιετζόγλου), βασίζονται σε προφορικούς θρύλους της εποχής της Τουρκοκρατίας, των οποίων η αντιστοιχία στην ιστορική πραγματικότητα αμφισβητείται σήμερα, χωρίς βέβαια αυτό να μειώνει την καλλιτεχνική αξία των παραπάνω έργων. Άτομο βαθιά θρησκευόμενο, στράφηκε αργότερα προς τις αλληγορικές και τις μεταφυσικές παραστάσεις. Τα λεγόμενα «θρησκευτικά» του έργα, με πλέον χαρακτηριστικό τον πίνακα Ιδού ο Νυμφίος έρχεται (1895–1900, Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου), αντιπροσωπεύουν τα οράματα του ώριμου πλέον καλλιτέχνη και δηλώνουν απερίφραστα τις υπαρξιακές του αγωνίες. Κυρίαρχο θέμα των ώριμων έργων του ήταν ο αγώνας του εναντίον του Κακού και η τελική νίκη του Καλού. Η σημαντικότερη μορφή στα έργα αυτά είναι η γυναίκα, που άλλοτε εμφανίζεται ως Τέχνη, άλλοτε ως Μουσική, άλλοτε ως Άνοιξη, άλλοτε ως Δόξα, κ.λπ. Νεότεροι μελετητές του έργου του διακρίνουν ότι στα λιγότερο γνωστά ύστερα έργα του, και κυρίως στα σχέδιά του με κάρβουνο και κιμωλία, ο Γύζης δίνει μια εξπρεσιονιστική τάση απελευθέρωσης από τον ακαδημαϊκό ρεαλισμό. Ο Γύζης φιλοτέχνησε επίσης αφίσες και εικονογράφησε βιβλία. Κρυφό σχολειό ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΒΟΛΟΝΑΚΗΣ Οι γονείς του κατάγονταν από τη Βολάνη, ένα μικρό χωριό κοντά στο Ρέθυμνο, ενώ ο ίδιος γεννήθηκε το 1837 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Σπούδασε στο Γυμνάσιο της Σύρου, απ' όπου αποφοίτησε το 1856. Την ίδια χρονιά, με παρότρυνση των μεγαλύτερων αδελφών του, πήγε στην Τεργέστη για να δουλέψει ως λογιστής στο μεγάλο οίκο εμπορίας ζάχαρης Αφεντούλη. Ο Αφεντούλης εκτίμησε τις καλλιτεχνικές ικανότητες του νεαρού Βολανάκη από τα πάμπολλα σκαριφήματα με βάρκες, πλοία και λιμάνια που ο τελευταίος έφτιαχνε μέσα στις σελίδες των λογιστικών βιβλίων. Έτσι, αντί να απολύσει τον άτακτο λογιστή, ο Αφεντούλης ανέλαβε να τον στείλει στη Βαυαρία για να σπουδάσει ζωγραφική στην Ακαδημία του Μονάχου κοντά στον Καρλ φον Πιλότυ (Karl von Piloty), το 1860. Μετά την αποφοίτησή του από την Ακαδημία του Μονάχου, ο Βολανάκης εργάστηκε στο Μόναχο, την Βιέννη και την Τεργέστη. Το 1883επέστρεψε στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Από την ίδια χρονιά και μέχρι το 1903 δίδαξε στην Σχολή των Ωραίων Τεχνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) της Αθήνας, αρχικά το μάθημα της Στοιχειώδους Γραφής και αργότερα το μάθημα της Αγαλματογραφίας. Πέθανε στον Πειραιά, στις 29 Ιουνίου του 1907. Βόλος Η θάλασσα, τα πλοία και τα λιμάνια ήταν η μόνιμη πηγή έμπνευσης του Βολανάκη. Μαζί με τον Θεόδωρο Βρυζάκη, τον Νικηφόρο Λύτρα, τον Νικόλαο Γύζη και τον Γεώργιο Ιακωβίδη, θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του ακαδημαϊκού ρεαλισμού, της λεγόμενης «Σχολής του Μονάχου». Ωστόσο τα ιδιαιτέρως φωτεινά έργα του (όπως π.χ. το γνωστό Πανηγύρι του Μονάχου) δείχνουν κάποιες ιμπρεσιονιστικές τάσεις. Οι θαλασσογραφίες του κοσμούνε τις επισημότερες αίθουσες της Αυστρίας και της Ελλάδας, ακόμη και του ηλεκτρικού σταθμού (μετρό) του Πειραιά, ενώ κάποιοι άλλοι πίνακές του πωλήθηκαν σε διεθνείς δημοπρασίες για εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ. Το Νοέμβριο του 2008 το έργο του Η Αποβίβαση του Καραϊσκάκη στο Φάληρο σημείωσε νέο ιστορικό ρεκόρ για τιμή ελληνικού πίνακα σε δημοπρασία, πλησιάζοντας το ποσό των 2.000.000 ευρώ. Η έξοδος του Άρη ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ Γεννήθηκε το 1853 στα Χίδηρα της Λέσβου. Σε ηλικία 13 ετών πήγε στη Σμύρνη, για να ζήσει με τον θείο του, πρακτικό αρχιτέκτονα και να φοιτήσει στην Ευαγγελική Σχολή, ενώ παράλληλα εργαζόταν. Από νωρίς έδειξε ενδιαφέρον για την τέχνη και κυρίως για την ξυλογλυπτική. Το 1868 ακολούθησε το θείο του στη Μενεμένη για δύο έτη και το 1870 με την προτροπή και την οικονομική βοήθεια του Μιχαήλ Χατζηλουκά, ξυλέμπορου, συνεργάτη του θείου του, αποφάσισε να σπουδάσει γλυπτική στην Αθήνα. Το 1870, εγγράφηκε στο Σχολείο των Τεχνών της Αθήνας (την μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών). Δάσκαλοί του στην Αθήνα ήταν ο ζωγράφος Νικηφόρος Λύτρας και ο γλύπτης Λεωνίδας Δρόσης. Από το Σχολείο των Τεχνών αποφοίτησε με άριστα τον Μάρτιο του 1877, ενώ είχε ήδη αρχίσει να διακρίνεται για το ζωγραφικό του ταλέντο. Τον Νοέμβριο του 1877 έλαβε υποτροφία από το ελληνικό κράτος και αναχώρησε για το Μόναχο με σκοπό να συνεχίσει τις σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της πόλης. Δάσκαλοί του εκεί ήταν ο Λούντβιχ φον Λεφτς (Ludwig νοn Löfftz), ο Βίλχελμ φον Λίντενσμιτ (Wilhelm νοn Lindenschmidt) και ο Γκάμπριελ φον Μαξ (Gabriel νοn Max). Το 1883 αποφοίτησε από την Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου, αλλά για τα επόμενα δεκαεφτά χρόνια συνέχισε να εργάζεται στην ίδια πόλη. Το 1878 δημιούργησε στο Μόναχο δικό του εργαστήριο και σχολή ζωγραφικής θηλέων που λειτούργησε μέχρι το 1898. Με το ταλέντο και την εργατικότητά του, έγινε ευρύτατα γνωστός και αγαπητός. Οι διακρίσεις άρχισαν να διαδέχονται η μία την άλλη: «Χρυσούν μετάλλιον» στην Αθήνα το 1888, ιδιαίτερο βραβείο των Παρισίων 1889, «Βραβείο τιμής» στην Βρέμη το 1890, «Χρυσούν μετάλλιον» του Βερολίνου το 1891, «Χρυσούν μετάλλιον» του Μονάχου το 1893, το «Οικονόμειον βραβείον» στην Τεργέστη το 1895, το βραβείο Βαρκελώνης το 1898 και το χρυσό μετάλλιο στο Παρίσι το 1900. Το 1889 πέθανε η σύζυγός του, Άγλα. Το γεγονός αυτό σημάδεψε την ζωή του και λέγεται πως κατόπιν σταμάτησε να ζωγραφίζει χαρούμενα παιδικά θέματα. Παιδική Συναυλία (1894) Το 1900 ιδρύθηκε η Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας και ο Ιακωβίδης κλήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση να επιστρέψει στην Ελλάδα και διορίστηκε πρώτος της διευθυντής. Μετά τον θάνατο του δασκάλου του Νικηφόρου Λύτρα το 1904, διορίστηκε ως άμισθος καθηγητής ελαιογραφίας στην Σχολή Καλών Τεχνών. Για την προσφορά του αυτή, του απονεμήθηκε ο «Χρυσούς Σταυρός των Ιπποτών». Κατά την ίδια περίοδο, ο Ιακωβίδης, ως ο αγαπημένος προσωπογράφος της βασιλικής οικογένειας (υπήρξε προσωπικός φίλος του φιλότεχνου πρίγκιπα Νικολάου) και της υψηλής αθηναϊκής κοινωνίας, ήταν ήδη ένας από τους λίγους ευκατάστατους Έλληνες ζωγράφους. Το 1910, με τον διαχωρισμό της Σχολής Καλών Τεχνών από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, με βασιλικό διάταγμα τού ανατέθηκε η διεύθυνση του Σχολείου των Καλών Τεχνών. Το 1914 ο Ιακωβίδης τιμάται με το Αριστείο των Γραμμάτων και Τεχνών και το 1918 την θέση του στην διεύθυνση της Εθνικής Πινακοθήκης αναλαμβάνει ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Οκτώ χρόνια αργότερα, το 1926, ορίζεται ως ένα από τα 38 αριστίνδην μέλη της νεοσυσταθείσας Ακαδημίας Αθηνών. Το 1930, αποχωρεί από τη διεύθυνση της Ανωτάτης, πλέον (μετά την αναδιοργάνωσή της) Σχολής Καλών Τεχνών, με τον τίτλο του «επιτίμου διευθυντού». Πέθανε το 1932, λίγο καιρό πριν κλείσει τα ογδόντα του. Η Εθνική Πινακοθήκη τον τίμησε με μεγάλη αναδρομική έκθεση τον Νοέμβριο του 2005. Τα πρώτα βήματα Ο Ιακωβίδης υπηρέτησε πιστά τον γερμανικό ακαδημαϊκό νατουραλισμό της λεγόμενης «Σχολής του Μονάχου». Τα θέματά του, παρότι ζωντανά και γεμάτα ελληνικό φως, διακατέχονται από την θεατρικότητα και την αυστηρότητα που επέβαλε ο ακαδημαϊσμός. Η στάση του απέναντι στον γαλλόφερτο ιμπρεσιονισμό ήταν ιδιαιτέρως επικριτική. Γι' αυτό κατηγορήθηκε ότι έβαλε τροχοπέδη στην εισαγωγή νεωτεριστικών καλλιτεχνικών ρευμάτων στην Ελλάδα. Εντούτοις, νεότεροι τεχνοκριτικοί βρίσκουν ότι ο συντηρητικός Ιακωβίδης δεν στάθηκε εμπόδιο σε νεωτεριστές μαθητές του, έστω κι αν δεν συμμεριζόταν τους δρόμους που ακολουθούσαν. Στα χρόνια της παραμονής του στη Γερμανία, τα θέματα του ήταν κυρίως σκηνές της καθημερινής ζωής, ιδίως συνθέσεις με παιδιά, εσωτερικά σπιτιών, νεκρές φύσεις, λουλούδια και άλλα. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα στράφηκε προς την δημιουργία πορτραίτων και υπήρξε ένας από τους πιο σπουδαίους Έλληνες προσωπογράφους. Ο Γεώργιος Ιακωβίδης έχει αφήσει μεγάλο ζωγραφικό έργο, περί τους 200 ελαιογραφικούς πίνακες που σώζονται στα μεγαλύτερα μουσεία της Ευρώπης και Αμερικής, στη Πινακοθήκη Αθηνών και σε διάφορες ιδιωτικές συλλογές. Διακρίθηκε ως ζωγράφος παιδικών σκηνών, προσωπογραφίας και ανθογραφίας. Από τα έργα του τα πιο γνωστά είναι: η Παιδική συναυλία (Πινακοθήκη Αθηνών), ο Παιδικός καυγάς, ο Κακός εγγονός, το Σκουλαρίκι, ο Πάππος και εγγονός, τα Πρώτα βήματα, η Μητρική στοργή, το Κτένισμα της εγγονής, η Κρέουσα κ.ά. Οι παιδικές σκηνές των έργων του χαρακτηρίστηκαν δείγματα νατουραλιστικής ειλικρίνειας. Το προσωπικό ημερολόγιο του καλλιτέχνη, όπου αναγράφονται τα έργα του χρονολογικά από το 1878 έως το 1919, δωρίθηκε στην Εθνική Πινακοθήκη από τον γιο του ζωγράφου τον γνωστό ηθοποιό Μιχάλη Ιακωβίδη το 1951. Παιδικές συναυλίες ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΡΘΕΝΗΣ Γεννήθηκε στις 10 Μαΐου 1878 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, από πατέρα Έλληνα και μητέρα Ιταλίδα. Ήταν διακεκριμένος Έλληνας ζωγράφος, που με το έργο του έφερε σημαντική αλλαγή στα εικαστικά δρώμενα της Ελλάδας στις αρχές του 20ού αιώνα. Από το 1895 έως το 1903, σπούδασε ζωγραφική στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βιέννης κοντά στον γερμανό ζωγράφο Καρλ Ντίφφενμπαχ (γερμ., Karl Dieffenbach) και παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα μουσικής στο Ωδείο της πόλης. Στην Βιέννη πραγματοποίησε την πρώτη έκθεση έργων του το 1899 (στο Boehms Künstlerhaus), ενώ τον αμέσως επόμενο χρόνο (1900) εξέθεσε έργα του και στην Αθήνα. Το 1903 επέστρεψε στην Ελλάδα για να ασχοληθεί αρχικά με την αγιογραφία. Έως το 1907, έζησε στον Πόρο, όπου φιλοτέχνησε τις τοιχογραφίες του ναού του Αγίου Γεωργίου. Το 1908 φιλοτέχνησε τις αγιογραφίες του ναού του Αγίου Γεωργίου στο Κάιρο. Από το 1909 έως το 1914, έζησε στο Παρίσι, όπου μυήθηκε στον μεταϊμπρεσσιονισμό για να διαμορφώσει τελικά το δικό του προσωπικό ύφος. Στο Παρίσι, συμμετείχε σε εκθέσεις ζωγραφικής πετυχαίνοντας σημαντικές διακρίσεις (βραβείο για τον πίνακα Η πλαγιά, 1910• πρώτο βραβείο σε έκθεση θρησκευτικής τέχνης για τον πίνακα Ο Ευαγγελισμός, 1911). Το 1915 εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα και το 1917 μετοίκησε οριστικά στην Αθήνα. Το 1917, μαζί με τον Νικόλαο Λύτρα, τον Κ. Μαλέα, τον Θεόφρ. Τριανταφυλλίδη και άλλους ζωγράφους, ίδρυσε την Ομάδα «Τέχνη», με στόχο την ανατροπή του συντηρητικού ακαδημαϊσμού που τότε εξακολουθούσε να επικρατεί στην αθηναϊκή καλλιτεχνική ζωή. Το 1918, του ανατέθηκε η αγιογράφηση του ναού του Αγίου Αλεξάνδρου στο Παλαιό Φάληρο. Την ίδια χρονιά πραγματοποιήθηκε η πρώτη μεγάλη έκθεσή του στο Ζάππειο με περισσότερους από 240 πίνακες. Η φήμη του είχε ήδη αρχίσει να μεγαλώνει και έτσι οι διακρίσεις άρχισαν να πολλαπλασιάζονται. Το 1920 βραβεύθηκε με το Εθνικό Αριστείο Τεχνών για την έκθεση που είχε κάνει στο Ζάππειο δύο χρόνια νωρίτερα, ενώ το 1937 τιμήθηκε με το χρυσό βραβείο της Διεθνούς Έκθεσης του Παρισιού (γαλλ., Exposition internationale des arts et techniques dans la vie moderne) για το έργο του Ο Ηρακλής μάχεται με τις Αμαζόνες. Το 1938, στην Μπιενάλε της Βενετίας, η κυβέρνηση της Ιταλίας αγόρασε έναν πίνακα του ζωγράφου με θέμα τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Η Ομάδα «Τέχνη» συνδέονταν με το Κόμμα των Φιλελευθέρων, επειδή επρόκειτο για κίνημα εκσυγχρονιστικό. Έτσι, με παρέμβαση του Βενιζέλου, το 1930 ο Παρθένης διορίσθηκε καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Παρότι κοντά του σπούδασαν σπουδαίοι μετέπειτα έλληνες ζωγράφοι (Γ. Τσαρούχης, Ν. Εγγονόπουλος, Δ. Διαμαντόπουλος, Ρέα Λεονταρίτου, κ.ά.), εντούτοις τελικά το 1946, παραιτήθηκε την καθηγητική έδρα μην μπορώντας να ανεχθεί τον συντηρητισμό της Σχολής. Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 ο Κωνσταντίνος Παρθένης μαζί με άλλους Έλληνες λογίους προσυπέγραψε την Έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους Διανοούμενους ολόκληρου του Κόσμου με την οποία αφενός μεν καυτηριάζονταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφετέρου δε, διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα. Προς το τέλος της ζωής του, ο Παρθένης έπαθε παράλυση και σταμάτησε κάθε δραστηριότητα. Πέθανε στην Αθήνα στις 25 Ιουλίου του 1967, ενώ η κόρη του, Σοφία, και ο γιος του, Νίκος, είχαν ήδη μπλεχτεί σε δικαστική διαμάχη για την κηδεμονία του παράλυτου πατέρα τους. Ο Σταυρωμένος Χριστός (Εθνική Πινακοθήκη Αθηνών) Ο Παρθένης αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση στη σύγχρονη ελληνική ζωγραφική. Αρχικά, οι σπουδές του στη Βιέννη και η μουσική του παιδεία, τον έφεραν κοντά στο γερμανικό συμβολισμό και στον πρώιμο γερμανικό εξπρεσιονισμό. Αργότερα, η επαφή του με τον μεταϊμπρεσσιονισμό στο Παρίσι και η βαθιά γνώση της βυζαντινής αγιογραφίας τον ώθησαν προς τη διαμόρφωση ενός τελείως προσωπικού ύφους, όπου μέσα σε λαμπερά και εξαϋλωμένα χρώματα παρουσιάζεται μια εξιδανικευμένη Ελλάδα. Η «ελληνικότητα» των έργων του, και η επίδραση του έργου στις κατοπινές γενεές ελλήνων ζωγράφων τον κατατάσσει στους προδρόμους και διαμορφωτές της «Γενιάς του ’30». Έργα του Παρθένη βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη, στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων και σε πολλές άλλες δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Τα τελευταία χρόνια, το ενδιαφέρον του κοινού για έργα του ζωγράφου έχει αναζωπυρωθεί και πίνακές του πωλήθηκαν σε πολύ υψηλές τιμές σε διεθνείς δημοπρασίες. Αποθέωση Αθανασίου Διάκου ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ Σπουδαίος Έλληνας λογοτέχνης και ζωγράφος. Αναζήτησε την «ελληνικότητα», δηλαδή μία αυθεντική έκφραση, επιστρέφοντας στην ελληνική παράδοση, τόσο στο λογοτεχνικό όσο και στο ζωγραφικό του έργο. Είχε ακόμα σημαντικότατη συμβολή στον χώρο της βυζαντινής εικονογραφίας. Σήμερα θεωρείται ως ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της «Γενιάς του ’30». Μαθητές του ήταν ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Εγγονόπουλος, κ.ά. Το πραγματικό του όνομα ήταν Φώτιος Αποστολέλης και γεννήθηκε στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας, στις 8 Νοεμβρίου 1895. Ένα χρόνο μετά έχασε τον πατέρα του και την κηδεμονία αυτού και τριών μεγαλύτερων αδερφιών του ανέλαβε ο θείος του Στέφανος Κόντογλου, ηγούμενος της μονής της Αγίας Παρασκευής, στον οποίο οφείλεται και η χρήση του επωνύμου της οικογένειας της μητέρας του. Τα παιδικά και νεανικά του χρόνια τα έζησε στο Αϊβαλί, όπου τελείωσε το σχολείο το 1912. Στο Γυμνάσιο ήταν συμμαθητής με τον λογοτέχνη και ζωγράφο Στρατή Δούκα και ήταν μέλος μιας ομάδας μαθητών που εξέδιδε το περιοδικό Μέλισσα, που ο Κόντογλου διακοσμούσε με ζωγραφιές. Μετά την αποφοίτησή του γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα, από την οποία δεν αποφοίτησε ποτέ. Το 1914 εγκατέλειψε τη σχολή του και πήγε στο Παρίσι, όπου μελέτησε το έργο διαφόρων σχολών ζωγραφικής. Παράλληλα συνεργαζόταν με το περιοδικό Illustration και το 1916 κέρδισε το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό του περιοδικού για την εικονογράφηση βιβλίου, για την εικονογράφηση της Πείνας του Κνουτ Χάμσουν. Το 1917 έκανε ταξίδια στην Ισπανία και την Πορτογαλία και το 1918 επέστρεψε στην Γαλλία. Τότε έγραψε και το πρώτο του λογοτεχνικό βιβλίο, το Pedro Cazas. Επέστρεψε στην πατρίδα του το 1919, μετά την λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Εκεί ίδρυσε τον πνευματικό σύλλογο «Νέοι Άνθρωποι», στον οποίο συμμετείχαν επίσης ο Ηλίας Βενέζης, ο Στρατής Δούκας, ο Ευάγγελος Δαδιώτης, ο Πάνος Βαλσαμάκης και άλλοι εξέχοντες λόγιοι, και εξέδωσε το Pedro Cazas και διορίστηκε στο Παρθεναγωγείο Κυδωνίων, όπου δίδασκε Γαλλική Γλώσσα και Ιστορία της Τέχνης. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή πήγε αρχικά στη Μυτιλήνη και έπειτα στην Αθήνα, μετά από πρόσκληση Ελλήνων λογοτεχνών που διάβασαν το βιβλίο του και ενθουσιάστηκαν, όπως η Έλλη Αλεξίου, ο Μάρκος Αυγέρης, η Γαλάτεια Καζαντζάκη και ο Νίκος Καζαντζάκης. Το 1923 έκανε ταξίδι στο Άγιο Όρος, όπου ανακάλυψε τη βυζαντινή ζωγραφική, αντέγραψε πολλά έργα και έγραψε αρκετά κείμενα. Όταν επέστρεψε, εξέδωσε το λεύκωμα Η Τέχνη του Άθω και έκανε μια πρώτη έκθεση με έργα ζωγραφικής του. Το 1925 παντρεύτηκε τη Μαρία Χατζηκαμπούρη και εγκαταστάθηκε στη Νέα Ιωνία. Εργάστηκε ως συντηρητής εικόνων σε μουσεία (στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας, στον Μυστρά, στο Κοπτικό Μουσείο στο Κάιρο) και ως αγιογράφος σε ναούς (στην Καπνικαρέα, στην Αγία Βαρβάρα του Αιγάλεω, στον Άγιο Ανδρέα της οδού Λευκωσίας στην Αθήνα, στον Άγιος Γεώργιο Κυψέλης, στα παρεκκλήσια Ζαΐμη στο Ρίο και Πεσμαζόγλου στην Κηφισιά, στη Ζωοδόχο Πηγή στην Παιανία, στη Μητρόπολη της Ρόδου και αλλού), ενώ έκανε και την εικονογράφηση του Δημαρχείου Αθηνών. Αντιδρώντας στον εκδυτικισμό αγωνίστηκε για την επαναφορά της παραδοσιακής αγιογραφίας: μαζί με τον Κωστή Μπαστιά και το Βασίλη Μουστάκη κυκλοφόρησαν το περιοδικό «Κιβωτός», όπου με άρθρα και φωτογραφικό υλικό ενίσχυαν τον αγώνα του Κόντογλου. Mια τέτοια προσπάθεια περιέκλειε και κάποια μειονεκτήματα: ο Κόντογλου κουβαλούσε από την περίοδο της μαθητείας του στο Παρίσι την αγάπη των Εμπρεσιονιστών για τις πρωτόγονες τέχνες και γυρίζοντας στην Ελλάδα μελέτησε και αντέγραψε τα έργα της βυζαντινής ζωγραφικής με τέτοια κριτήρια. Έτσι η βυζαντινή εικόνα έπρεπε να είναι καθαρή και ανόθευτη από κάθε άλλη επίδραση. Ένα πνεύμα στρατεύσεως θα χαρακτηρίσει την δημιουργία του, καθώς ο ίδιος μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο θα γράψει «πως αποφασίζει να αφιερώσει το τάλαντό του στο Χριστό», κάτι που απουσίαζε στους πρώτους Χριστιανούς και τους Βυζαντινούς. Γι’ αυτό και η ποιοτική διαφορά ανάμεσα στον προπολεμικό και τον μεταπολεμικό Κόντογλου. Πριν τον πόλεμο θα εισηγηθεί στον Αναστάσιο Ορλάνδο, Διευθυντή της Υπηρεσίας αναστηλώσεως και συντηρήσεως αρχαίων και Βυζαντινών μνημείων του Υπουργείου Παιδείας, οι εκκλησίες να χτίζονται και να διακοσμούνται με τοιχογραφίες βυζαντινότροπες. Πέθανε στην Αθήνα στις 13 Ιουλίου 1965, έπειτα από μετεγχειρητική μόλυνση. Τιμήθηκε με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1961 για το βιβλίο Έκφραση της Ορθοδόξου Εικονογραφίας, με το Βραβείο «Πουρφίνα» της Ομάδας των Δώδεκα (1963) για το βιβλίο Το Αϊβαλί, η πατρίδα μου και με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του. Προμηθέας ΝΙΚΟΣ ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΣ - ΓΚΙΚΑΣ Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 1906 και ήταν σημαντικός Έλληνας ζωγράφος, γλύπτης, χαράκτης, εικονογράφος, συγγραφέας και ακαδημαϊκός. Διετέλεσε καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και ιδρυτικό μέλος του ελληνικού τμήματος της «AICA» (Association Internationale des Critiques d’ Art, Διεθνής Ένωση Κριτικών Τέχνης). Πατέρας του ήταν ο καταγόμενος από τα Ψαρά αξιωματικός του Βασιλικού Ναυτικού Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος. Μητέρα του η Ελένη Γκίκα, της γνωστής οικογένειας Γκίκα, η οποία είχε εγκατασταθεί στην Ύδρα. Ο μικρός Νίκος βρισκόταν κάθε καλοκαίρι στο νησί και αυτή η διαμονή του επηρέασε την καλλιτεχνική του δημιουργία. Οι γονείς του, με την παραίνεση του σχολείου του, στο οποίο είχε απαλλαγεί από το μάθημα της ιχνογραφίας λόγω εξαίρετων επιδόσεων, αντιλαμβανόμενη το ταλέντο του νεαρού τον έστειλαν να μαθητεύσει αρχικά κοντά στον Βασίλη Μαγιάση (1917) και στον Κωνσταντίνο Παρθένη (1921). Το 1922 ολοκληρώνει τις εγκύκλιες σπουδές του στο Λεόντειο Λύκειο και αρχικά εγγράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1923 εγκαταλείπει τη Σχολή και την Αθήνα, μετοικώντας για σπουδές στο Παρίσι, όπου εγγράφεται στη Σορβόννη, παρακολουθώντας μαθήματα γαλλικής και ελληνικής φιλολογίας και αισθητικής. Το 1923 συμμετέχει σε ομαδική έκθεση στη γκαλερί Salon des Independants. Τον επόμενο χρόνο εγγράφεται στην Academie Ranson, όπου παρακολουθεί μαθήματα ζωγραφικής, με καθηγητή τον Ροζέ Μπισιέρ (Roger Bissiere) και χαρακτικής με καθηγητή το Δημήτρη Γαλάνη, συμμετέχοντας παράλληλα σε αρκετές ομαδικές εκθέσεις. Η πρώτη ατομική του έκθεση οργανώνεται το 1927 στην Galerie Percier στο Παρίσι. Το 1928 εκθέτει για πρώτη φορά στην Αθήνα, από κοινού με τον γλύπτη Μιχάλη Τόμπρο στη γκαλερί «Στρατηγοπούλου». Την ίδια χρονιά καλείται να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, την οποία ολοκληρώνει το 1929. Όταν απολύεται νυμφεύεται την ποιήτρια Αντιγόνη Κοτζιά και αναχωρούν μαζί για το Παρίσι. Το 1930 συμμετέχει στην έκθεση που οργανώνεται στο Salon des Surindépendants στο Παρίσι και στην έκθεση της ομάδας «Τέχνη 1930» στο Ζάππειο Μέγαρο της Αθήνας. Στις εκθέσεις αυτές συμμετέχει και το 1931. Το 1932 δημοσιεύει στο περιοδικό «Πολιτεία» άρθρο σχετικό με τα ιταλικά σχέδια του Μουσείου του Λούβρου. Συμμετέχει εκ νέου στην έκθεση του Salon des Surindépendants. Το 1933 διοργανώνει στην Αθήνα το 4ο Διεθνές Αρχιτεκτονικό Συμπόσιο, στο οποίο συμμετέχουν μεγάλα ονόματα του χώρου, όπως οι Λε Κορμπυζιέ, Φερνάν Λεζέ, Κριστιάν Ζερβός κ. ά. ενώ συμμετέχει με γραπτά του, σχετικά με την αισθητική, στο περιοδικό «Σήμερα», το οποίο εκδίδουν οι Μιχάλης Τόμπρος και Κώστας Ουράνης. Το 1934 εκθέτει στην Gallerie des Cahiers d’ Art του Παρισιού πίνακες και γλυπτά του, ενώ συμμετέχει σε διεθνείς εκθέσεις τόσο στο Παρίσι όσο και στη Βενετία. Το 1935 εκθέτει 61 πίνακές του στη Λέσχη των Καλλιτεχνών, μαζί με έργα του Τόμπρου και του Μιχαήλ Γουναρόπουλου. Εκδίδεται από τον Ανατόλ Γιακοβσκί (Anatole Jakovski) λεύκωμα με έργα χαρακτικής 23 κορυφαίων καλλιτεχνών, όπως οι Πάμπλο Πικάσο, Τζιόρτζιο ντε Κίρικο, Αλμπέρτο Τζιακομέτι, Βασίλι Καντίνσκι κ.ά. στο οποίο περιλαμβάνει έργα του. Την ίδια χρονιά ξεκινά νέα δραστηριότητα: Μαζί με τους Δημήτρη Πικιώνη, Σωκράτη Καραντινό και Τ. Κ. Παπατσώνη, με τους οποίους συνδέεται φιλικά, εκδίδει το περιοδικό «Το 3ο Μάτι». Ο Γκίκας την επόμενη τριετία ζει και εργάζεται στην Ελλάδα, μεταξύ Αθήνας και Ύδρας. Σχεδιάζει τα κοστούμια θεατρικών παραστάσεων, όπως του έργου «Όπως Αγαπάτε» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ (Θέατρο «Κοτοπούλη») και του έργου «Η Ζήλια του Μπαρμπουγιέ» του Μολιέρου («Νέα Δραματική Σχολή» Σ. Καραντινού, 1938). Άρθρα του σχετικά με την τέχνη και τη ζωγραφική εμφανίζονται σε ελληνικά περιοδικά (Τέχνη και Νέον Κράτος). Το 1938 συμμετέχει στην Πανελλήνια Έκθεση Χαρακτικής στο Ζάππειο μέγαρο και το 1939 συμμετέχει σε έκθεση ζωγραφικής στον ίδιο χώρο με δύο έργα του, ένα από τα οποία είναι ο πολύ γνωστός πίνακάς του Το μεγάλο τοπίο της Ύδρας. Ο Λόρενς Ντάρελ και ο Γιώργος Κατσίμπαλης τον φέρνουν σε επαφή με τον Χένρι Μίλερ. Οι δύο άνδρες συνδέονται με στενή φιλία, ο Γκίκας φιλοξενεί τον Μίλερ στο σπίτι του στην Ύδρα και κάνουν μαζί εκδρομές στους Δελφούς και την Ελευσίνα.[1] Αυλή στην Ύδρα Το 1940 με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου επιστρατεύεται και υπηρετεί στο Μηχανικό. Με τη λήξη του πολέμου η Αρχιτεκτονική σχολή του ΕΜΠ προκηρύσσει θέση καθηγητή. Ο Γκίκας θέτει υποψηφιότητα και το 1941 εκλέγεται καθηγητής της Σχολής. Στη θέση αυτή παραμένει μέχρι το 1958. Στις δεκαετίες του 1950, του 1960, του 1970 και του 1980 πραγματοποιεί πολυάριθμες εκθέσεις στο Λονδίνο, το Παρίσι, το Βελιγράδι, τη Στοκχόλμη, την Οττάβα, το Σινσινάτι, τη Νέα Υόρκη, την Ουάσιγκτον, το Βερολίνο, τις Βρυξέλλες, το Σαιντ Ετιέν και, φυσικά, την Αθήνα. Εικονογραφεί βιβλία και σχεδιάζει κοστούμια για πολλές παραστάσεις. Το 1970 η Ακαδημία Αθηνών του απονέμει το «Αριστείο Καλών Τεχνών» και το 1972 τον εκλέγει τακτικό της μέλος στην έδρα των Εικαστικών Τεχνών. Το 1979 παρουσιάζεται στην British Academy of Film and TV International TV Festival ταινία του Βασίλη Μάρου, με θέμα τη ζωή του Νίκου Χατζηκυριάκου Γκίκα. Στην Αθήνα κυκλοφορούν τα βιβλία του Ελληνικοί Προβληματισμοί (1982), Ανίχνευση της Ελληνικότητας (1984) και Γέννηση της Νέας Τέχνης (1987). Το 1982 εκλέγεται επίτιμος διδάκτωρ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, το 1987 επίτιμο μέλος της βρετανικής «Royal Academy of Arts» και το 1991 επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συνεχίζει να εκθέτει τόσο στην Αθήνα όσο και στην Άνδρο αλλά και στο εξωτερικό. Τελευταία έκθεσή του το 1994 (μικρογλυπτική και κόσμημα). Πέθανε στην Αθήνα, στο σπίτι του στην οδό Κριεζώτου, στις 3 Σεπτεμβρίου 1994. Μεγάλο Τοπίο της Ύδρας, 1938 Εκτός από τη ζωγραφική, όπου είχε μεγάλη και πολύ σημαντική παραγωγή, ο Γκίκας ασχολήθηκε με τη γλυπτική, τη χαρακτική, τη σκηνογραφία και την εικονογράφηση βιβλίων αλλά και την κριτική τέχνης. Συνέγραψε βιβλία, άρθρα και μελέτες για την Αρχιτεκτονική και την Αισθητική, καθώς και δοκίμια για την ελληνική τέχνη. Η Ύδρα των παιδικών του χρόνων έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της αισθητικής του, καθώς του επέτρεψε να συνδυάσει στοιχεία γεωμετρικού κυβισμού, αρχιτεκτονικής και φωτός. Ο ίδιος είχε δηλώσει ότι επηρεάστηκε βαθύτατα από το έργο του Ματίς, αλλά σημαντική ήταν, επίσης, η επίδραση των Μπρακ και Πικάσο. Η παρουσία του Γκίκα ως κριτικού τέχνης είναι ένα κοινό σημείο με τον Ελύτη, αφού δημοσίευσε αρκετά κείμενα για Έλληνες ποιητές, για εικαστικούς καλλιτέχνες και αρχιτέκτονες, Έλληνες και ξένους. Έργα του καλλιτέχνη βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα, στη Δ. Ευρώπη και στις Η.Π.Α, αλλά και σε πολλά μουσεία του εξωτερικού. (Musée d’ art moderne, Παρίσι Tate Gallery Λονδίνο, Metropolitan Museum of Art, Νέα Υόρκη). Το 1986 ο Γκίκας επιλέγει 46 έργα του και τα δωρίζει στην Εθνική Πινακοθήκη. Πράττει το ίδιο το 1991, δωρίζοντας ολόκληρη την προσωπική του συλλογή, μαζί με το σπίτι της οδού Κριεζώτου, στο Μουσείο Μπενάκη. Το σπίτι του μετατράπηκε σε μουσείο πριν το θάνατό του, διασκευασμένο από τον ίδιο και με τα δωμάτια να παραμένουν όπως ήταν όταν τα χρησιμοποιούσε. Σήμερα αναγνωρίζεται ως ένας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες καλλιτέχνες της εποχής του.[2] ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ Γεννήθηκε στις 13 Ιανουαρίου του 1910 στον Πειραιά και ήταν ζωγράφος και σκηνογράφος. Τα πρώτα του έργα τα εξέθεσε το 1929 στο «Άσυλο Τέχνης». Η επιτυχία που σημείωσε τον οδήγησε στη συνέχεια να φοιτήσει στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών του Μετσόβιου Πολυτεχνείου (1929-1935) με καθηγητές τους Ιακωβίδη, Βικάτο και Παρθένη. Παράλληλα μαθήτευσε κοντά στον Κόντογλου (1931-1934), ο οποίος τον μύησε στη βυζαντινή αγιογραφία, ενώ μελέτησε την λαϊκή αρχιτεκτονική και ενδυμασία. Μαζί με τους Πικιώνη, Κόντογλου και Αγγ. Χατζημιχάλη πρωτοστάτησε στο αίτημα της εποχής για την ελληνικότητα της τέχνης. Την περίοδο 1935-1936, αφού πρώτα επισκέφτηκε τη Κωνσταντινούπολη, ταξίδεψε στο Παρίσι και στην Ιταλία. Επισκεπτόμενος τα διάφορα μουσεία ήρθε σε επαφή με δημιουργίες της Αναγέννησης και του Ιμπρεσιονισμού καθώς και με τα σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής του. Ανακάλυψε το έργο του Θεόφιλου και γνώρισε καλλιτέχνες όπως ο Ματίς και ο Τζακομέτι. Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1910 και καταγόταν από τη γνωστή οικογένεια Μεταξά από τα Ψαρά. Το 1938, δυο χρόνια μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στο κατάστημα Αλεξοπούλου της οδού Νίκης στην Αθήνα με έργα που παρουσίαζαν ιδιαίτερη προσωπικότητα που εξήραν οι τότε τεχνοκριτικοί Παπαντωνίου και Καπετανάκης. Το 1940 επιστρατεύτηκε και υπηρέτησε στο Μηχανικό. Το 1947 πραγματοποίησε 2 ατομικές εκθέσεις με υδατογραφίες και θεατρικά προσχέδια. Το 1950 μετέβη εκ νέου στο Παρίσι όπου ένα χρόνο μετά, το 1951, εξέθεσε στο Παρίσι και στο Λονδίνο στη «Ρέτφρι Γκάλερι», ενώ το 1953 υπέγραψε συμβόλαιο με τη γκαλερί Ιόλας της Ν. Υόρκης. Το 1956 υπήρξε υποψήφιος για το βραβείο Γκούγκενχαϊμ και το 1958 πήρε μέρος στη Μπιενάλε της Βενετίας. Το 1967 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Το 1982 εγκαινιάστηκε το Μουσείο Γιάννη Τσαρούχη στο Μαρούσι, στο σπίτι του καλλιτέχνη, που ο ίδιος μετέτρεψε σε Μουσείο παραχωρώντας την προσωπική συλλογή των έργων του. Παράλληλα λειτουργεί το Ίδρυμα Τσαρούχη με σκοπό τη διάδοση του έργου του ζωγράφου. Οι 4 εποχές Παράλληλα με τη ζωγραφική ο Γιάννης Τσαρούχης ασχολήθηκε και με τη θεατρική σκηνοθεσία και μάλιστα από το 1928. Σχεδίασε σκηνικά και ενδυμασίες για τα θέατρα «Εθνικό» ή «Βασιλικό», «Κοτοπούλη», «Δημοτικό» Πειραιώς κ.ά. ειδικά πρόζας, καθώς και για το κλασσικό έργο «Ρωμαίος και Ιουλιέττα» που ανέβηκε το 1954, στο τότε Βασιλικό κήπο και σήμερα «Εθνικό». Στο έργο του Γιάννη Τσαρούχη εκφράζεται κυρίως η χαρά και το θαύμα της ζωής. Προσπάθησε να ισορροπήσει τις μεγάλες παραδόσεις και να συλλάβει τις αιώνιες καλλιτεχνικές αξίες. Οι πίνακές του περικλείουν αφομοιωμένα πολλά λαϊκά και λαογραφικά στοιχεία ιδιαίτερα του λιμένος του Πειραιά. Θεωρείται από τους μεγαλύτερους σύγχρονους Έλληνες ζωγράφους με διεθνή προβολή και ιδιαίτερα στη Γαλλία. Παράλληλα όμως εργάσθηκε και ως σκηνογράφος τόσο σε ελληνικά όσο και σε ξένα θέατρα με μεγάλη πάντα επιτυχία. Σ’ αυτόν οφείλεται η καθιέρωση, σχεδόν σε όλες τις σκηνές του ελληνικού κινηματογράφου που γυρίστηκαν σε λαϊκά κέντρα, της παρουσίας του ναύτη είτε σε χορό είτε όχι, θεωρούμενη μάλιστα και απαραίτητη. Το 1977 ανέβασε ο ίδιος τις Τρωάδες του Ευριπίδη σε δική του νεοελληνική απόδοση με δική του διδασκαλία & σκηνογραφία. Πέθανε στην Αθήνα το 1989. Καφενείο «Το Νέον» ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΡΑΛΗΣ Γεννήθηκε στις 23 Απριλίου του 1916 στην Άρτα και ήταν διακεκριμένος Έλληνας ζωγράφος της λεγόμενης «γενιάς του ’30». Το 1927 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Σε ηλικία 15 ετών, έγινε δεκτός στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, για να σπουδάσει κοντά στον Αργυρό, τον Γερανιώτη, τον Παρθένη και τον Κεφαλληνό ζωγραφική και χαρακτική. Το 1936 αποφοίτησε από τη Σχολή Καλών Τεχνών και τον επόμενο χρόνο, με υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών, έφυγε για τη Ρώμη. Στην συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου φοίτησε και παρακολούθησε μαθήματα νωπογραφίας, στην École Nationale des Beaux Arts, στα εργαστήρια ζωγραφικής και τοιχογραφίας. Παράλληλα εγγράφηκε στην École des Arts et Metiers, για τη σπουδή του ψηφιδωτού. Το 1947 εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής της προπαρασκευαστικής τάξης στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Το 1949 μαζί με αρκετούς ακόμα Έλληνες ζωγράφους, μεταξύ των οποίων ο Ν. Χατζηκυριάκος Γκίκας, ο Γ. Τσαρούχης, ο Ν. Νικολάου και ο Ν. Εγγονόπουλος, συμμετείχε στην ίδρυση της καλλιτεχνικής ομάδας «Αρμός», ενώ συμμετείχε στην πρώτη έκθεση της στο Ζάππειο, το 1950. Από το 1954, ξεκίνησε η συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν, ενώ αργότερα συνεργάστηκε και με το Εθνικό Θέατρο. Το 1957 εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής του Εργαστηρίου Ζωγραφικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Τον επόμενο χρόνο συμμετείχε μαζί με τον Γιάννη Τσαρούχη και τον γλύπτη Αντώνη Σώχο, στην Μπιενάλε της Βενετίας στα πλαίσια της οποίας προτάθηκε για ένα μικρό διεθνές βραβείο. Το 1959, πραγματοποιήθηκε η πρώτη του ατομική έκθεση στην Αθήνα, στην αίθουσα εκθέσεων «Αρμός». Επιτύμβια σύνθεση (1958) Το έργο του Μόραλη περιλαμβάνει επιπλέον εικονογραφήσεις βιβλίων των ποιητών Ελύτη και Σεφέρη, εξώφυλλα δίσκων μουσικής, γλυπτά, τοιχογραφίες καθώς και σκηνικά και κουστούμια για το Εθνικό Θέατρο Ελλάδος και τα μπαλέτα του Ελληνικού Χοροδράματος. Στα πιο γνωστά του έργα συγκαταλέγονται οι διακοσμήσεις της ΒΔ και της ΝΑ πλευράς του Ξενοδοχείου Χίλτον της Αθήνας, και οι συνθέσεις του στον σταθμό Πανεπιστημίου του μητροπολιτικού σιδηροδρόμου της Αθήνας. Ο Μόραλης τιμήθηκε πρώτη φορά με βραβείο ζωγραφικής το 1940. Το 1965, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος τού απένειμε τον Ταξιάρχη του Φοίνικος. Το 1973 έλαβε Χρυσό Μετάλλιο στην Διεθνή Έκθεση του Μονάχου. Το 1979 του απονεμήθηκε το Αριστείο των Τεχνών από την Ακαδημία Αθηνών. Αποχώρησε από την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών το 1983, και το 1988, η Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας τον τίμησε με μεγάλη αναδρομική έκθεση. Το 1999 του απονεμήθηκε το μετάλλιο του Ταξιάρχη της Τιμής. Έργα του ανήκουν σε δημόσιες και ιδιωτικές σχολές στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Πέθανε στην Αθήνα στις 20 Δεκεμβρίου 2009. Νέα γυναίκα (1971) ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΥΤΑΡΑΣ Ο Μυταράς είναι ένας από του σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες ζωγράφους με διεθνή καταξίωση και καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών (ΑΣΚΤ). Γεννήθηκε στη Χαλκίδα τον Ιούνιο του 1934. Σπούδασε ζωγραφική στη ΑΣΚΤ (1953-1958) έχοντας καθηγητές τον Γιάννη Μόραλη και τον Σπύρο Παπαλουκά. Συνέχισε σπουδές στη σκηνογραφία στην «Ecole Superieure des Arts Decoratifs» καθώς και εσωτερική διακόσμηση στη «Metiers d’ Art» στο Παρίσι (1960-1964) με υποτροφία του ΙΚΥ. Το 1975 εκλέχθηκε καθηγητής της ΑΣΚΤ. Έργα του έχουν εκτεθεί στην Αθήνα, σε ατομικές εκθέσεις στις γκαλερί «Ζυγός», «Άστορ», «Μέρλιν», αίθουσα Τέχνης (Θεσσαλονίκη), καθώς επίσης και στη Μπολόνια, Φλωρεντία, Ρώμη, Γένοβα κ.ά.. To Μάρτιο του 2008 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Ο Μυταράς ομιλεί επίσης γαλλικά και είναι μόνιμος κάτοικος Αθηνών (Πολύγωνο). Ελληνικό τοπίο ΑΛΕΚΟΣ ΦΑΣΙΑΝΟΣ Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1935. Σπούδασε βιολί στο Ωδείο Αθηνών και ζωγραφική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών το διάστημα 1956-1960 στο εργαστήριο του Γιάννη Μόραλη. Μελέτησε την αρχαία ελληνική αγγειογραφία και τη Βυζαντινή εικονογραφία. Παρακολούθησε μαθήματα λιθογραφίας στην Ecole des beaux-arts του Παρισιού, με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης (1962-1964), κοντά στους Clairin και Dayez. Το 1966 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, ενώ από το 1974 ζει και εργάζεται στο Παρίσι και την Αθήνα. Από το 1959, χρονιά της πρώτης ατομικής του παρουσίασης στην Αθήνα, έχει πραγματοποιήσει περισσότερες από εβδομήντα ατομικές εκθέσεις σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Παρίσι, Μόναχο, Τόκυο, Αμβούργο, Ζυρίχη, Μιλάνο, Βηρυτό, Στοκχόλμη, Λονδίνο και αλλού. Συμμετείχε επανειλημμένα σε ομαδικές εκθέσεις και γνωστές διεθνείς διοργανώσεις ανά την υφήλιο. Ο Φασιανός ασχολήθηκε επίσης με τη χαρακτική, το σχεδιασμό αφισών, καθώς και τη σκηνογραφία, συνεργαζόμενος κυρίως με το Εθνικό Θέατρο Αθηνών (Αμερική του Κάφκα σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολωμού, 1975, Ελένη του Ευριπίδη, 1976, Όρνιθες του Αριστοφάνη, 1978 κ.ά.). Ανέλαβε την εικονογράφηση αρκετών βιβλίων, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, γνωστών ποιητών και συγγραφέων. Έχει επίσης εκδώσει και δικά του κείμενα, πεζά και ποιητικά. Για το σύνολο της δουλειάς του έχουν γυριστεί τέσσερις ταινίες για την ελληνική και τη γαλλική τηλεόραση, ενώ κυκλοφορούν μονογραφίες που αναφέρονται στην εικαστική παραγωγή του. Κόκκινο ποδήλατο Το χαρακτηριστικό ύφος του Φασιανού διαμορφώνεται στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Τρία βασικά θέματα έμειναν αναλλοίωτα στη διάρκεια της πορείας του: άνθρωπος, φύση, περιβάλλον. Η σπουδή του ελληνικού πολιτισμού και η ενασχόληση με τις γραφικές τέχνες και τη χαρακτική επηρέασαν και το ζωγραφικό του έργο. Ο Στις πρώτες συνθέσεις του κυριαρχεί η μορφή του αξιωματικού, με τα φουσκωτά, κόκκινα μάγουλα, τα φανταχτερά σιρίτια στη στολή και το γελοιογραφικά υποβλητικό ύφος. Σταδιακά οι μορφές κινούνται και αποκτούν δική τους ζωή. Γίνονται ζεύγη, που γεμίζουν το χώρο, μόλις αγγίζοντας η μία την άλλη, μένοντας ωστόσο ενωμένες σχεδιαστικά σε μία μάζα. Η οικογένεια Φασιανού έξω από την Αγιά Σοφιά ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ [1] Για τη σχέση αυτή θα εκδώσει, το 1991, το βιβλίο «Ν. Χ. Γκίκας – Χένρυ Μίλερ. Χρονικό φιλίας». [2] Ο Οδυσσέας Ελύτης αφιέρωσε εκτενές άρθρο στον καλλιτέχνη: «Η σύγχρονη ελληνική τέχνη και ο ζωγράφος Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας», Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, τεύχος 11, τομ. 2ος, Αθήνα, 1947.
Αρχαία Ελληνικά, Αρχαίοι Έλληνες, Μυθολογία, Θεσμοί, Πολιτισμός, Ιστορία
Mi música preferida
"Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Όμηρος, μαζί με τον Ησίοδο, είναι οι δημιουργοί των θεών στην Ελλάδα: «αυτοί έπλασαν την ιστορία για τη γέννηση των θεών στους Έλληνες και έδωσαν στους θεούς τα ονόματα, και τους διαίρεσαν σε κατηγορίες, καθορίζοντας τα προνόμια και την αρμοδιότητα του καθενός» (Ηροδότου, 2, 53). Επίσης ο Αριστοτέλης, γράφει ότι ο Όμηρος και ο Ησίοδος ήσαν οι «πρώτοι θεολογήσαντες» (Μεταφ. 983 b 29), οι πρώτοι δηλαδή για το θείο με τη γλώσσα του μύθου και της φαντασίας, σε αντίθεση προς όσους εξέτασαν το πρόβλημα με όργανο τη λογική. Στους τελευταίους ανήκουν οι φυσικοί της Ιωνίας και της Κάτω Ιταλίας - ονομάζονται ο Θαλής, ο Ίππασος, ο Ηράκλειτος, ο Εμπεδοκλής, ο Αναξαγόρας και ο Παρμενίδης - και αναφέρονται από τον Αριστοτέλη ως οι «πρώτοι φιλοσοφήσαντες» (Μεταφ. 982 b 11). Ο Όμηρος λοιπόν χάρισε στους Έλληνες τους θεούς τους. Και σ’ αυτόν οφείλεται βασικά η ανθρωπόμορφη φυσιογνωμία που έλαβαν. Τους θεούς του ο ποιητής του ηρωικού έπους, μέσα στην ανθρώπινη ειδή τους, τους θέλει αθάνατους, αιώνια νέους, δυνατούς και σοφούς. Όλοι τους είναι ωραίοι. Με εξαίρεση τον χωλό Ήφαιστο που, για να ισοσταθμίσει αυτή τη σε αισθητική βάση φυσική διαμαρτυρία του, θα λάβει για σύντροφο την πιο όμορφη θεά, την Αφροδίτη. Η λέξη «μάκαρες» είναι το επίθετο που προσδιορίζει σταθερά τους θεούς. Η φράση «κύδεϊ γαίων» (με περήφανη αγαλλίαση), αποδίδει αυτό το υπέρτατο θεϊκό γνώρισμα (Α 528-530). Ένα άλλο βασικό χαρακτηριστικό τους είναι η ιεραρχική διαβάθμιση αξιολογικού καθαρά χαρακτήρα. Παρότι δυνατοί δεν έχουν όλοι την ίδια δύναμη. Στην κορυφή της κλίμακας ο Όμηρος τοποθετεί το Δία, τον πατέρα των θεών και των ανθρώπων, όπως τον προσαγορεύει συχνά – πατήρ ανδρών τε θεών τε – του οποίου η απόσταση ως προς το μεγαλείο και τη δύναμη από τους άλλους θεούς είναι ακαταμέτρητη. Στην όγδοη ραψωδία της Ιλιάδος (Θ) σε μια εριστική στιχομυθία μεταξύ των θεών, ο Δίας ερεθισμένος περιγράφει τη διαφορά της δύναμης του σε σχέση με τους άλλους με την περίφημη εικόνα της χρυσής αλυσίδας. «Δεθείτε σε μια αλυσίδα χρυσή, λέγει, που κρέμεται από τον ουρανό και αγγίζει στη γη, όλοι μαζί, και όσο και να αντισταθείτε, θα σας τραβήξω με μιας και θα σας σηκώσω στον ουρανό. Εσείς όμως δεν μπορείτε στο ελάχιστο να με κουνήσετε, εάν δεν το θελήσω» (Θ 19-27). Επίσης θαυμαστή είναι η μεγαλοπρέπεια με την οποία ο Όμηρος παριστάνει το Δία στη πρώτη ραψωδία της Ιλιάδος, τη στιγμή που λαμβάνει την απόφαση να διαφεντέψει την τιμή του γιου της Θέτιδος και κάνει το ανάλογο νεύμα (Α 528-530): «Είπε και με τα φρύδια του έγνεψε τα μαύρα ο γιος του Κρόνου, κι οι θείες με ορμήν αναταράχτηκαν οι χαίτες στο κεφάλι το αθάνατο και ριζοντράνταξε τον Όλυμπο το μέγα». Ο Δίας επομένως είναι ο υπέρτατος των αθανάτων και εμπνέει εξ υπαρχής και από καθέδρας το σεβασμό σε όλους τους υπόλοιπους θεούς. Η μορφή του Δία συμβολίζει τη γαλήνια εκπροσώπηση της δίκαιης κρίσης που έχει σαν συνέπεια την αιώνια τάξη στον ουρανό και τη γη. Εκτός από το Δία όλοι οι άλλοι θεοί φέρνουν καθαρά τα γνωρίσματα της ανθρώπινης ψυχολογίας. Στην ουσία οι θεοί αποτελούν έναν όμιλο ανθρώπων ανώτατης τάξης, που ελαύνονται από την ταραχή του ανθρώπινου θυμικού, παρ’ όλη τη ραφιναρισμένη ποιότητα και το λεπταίσθητο ρυθμό τους. Καθώς είναι διαιρεμένοι στα δύο μέρη των αντίπαλων στρατοπέδων, συμμετέχουν με ειλικρίνεια και ζήλο στην όλη κλίμακα των εντυπώσεων, που γεννούν οι εξελίξεις της καθημερινής ροής. Η χαρά, η θλίψη, η αναμονή, η απογοήτευση, η ξαφνική ελπίδα, η αδημονία, η στράτευση, το συναίσθημα της εκδίκησης ή του οίκτου, κάποτε και ο προσωπικός σωματικός πόνος, όπως στην περίπτωση του τραυματισμού της Αφροδίτης από το Διομήδη (Ε 336) κλπ., εντάσσουν τη ζωή και τη φύση τους κυριολεκτικά μέσα στην περιπέτεια των ανθρωπίνων ορίων. Στις έκτακτες περιπτώσεις, που η δράση αγγίζει την κορύφωσή της, οι θεοί συμμετέχουν στα δρώμενα μ’ ένα τρόπο σπαρακτικό. Τέτοιες στιγμές είναι η θρηνωδία της Θέτιδας με όλη την ακολουθία των θαλασσινών νυμφών της, όταν έλαβε γνώση για τη βαριά δυσθυμία και τους γόους του γιου της, εξ αιτίας που πέθανε ο Πάτροκλος (Σ 50-51). Ή και ακόμη ο στεναγμός του ιδίου του Δία μπροστά στο θάνατο του γιου του, του Σαρπηδόνα, που μοιάζει με μοιρολόγι (Π 433-434): «Ωχού μου εμένα, ο πιο που αγάπησα θνητός, ο Σαρπηδόνας, γραφτό `ναι από τον Πάτροκλο να κατεβεί στον Άδη» Στους ίδιους αυτούς στίχους για το θάνατο του Σαρπηδόνα, καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη σχετική μαρτυρία των επών, περικλείεται η πίστη των Ελλήνων για την ύπαρξη μιας άλλης κοσμικής δύναμης που βρίσκεται πάνω από όλους τους θεούς χωρίς να εξαιρείται και ο υπέρτατος Δίας. Η δύναμη αυτή είναι η ανάγκη που στον Όμηρο εμφανίζεται σαν «μοίρα» ή «αίσα». Θεοί τελούν κυριολεκτικά κάτω από τη βούλησή αυτής της έσχατης αρχής του σύμπαντος, με μόνη τη διαφορά σε σύγκριση με τους θνητούς ότι η αθανασία της φύσης τους παραμένει έξω από την εξουσία της. Οι ομηρικοί θεοί δεν γνωρίζουν το θάνατο και το γήρας . Εξ ίσου οδυνηρό προς τον ανυπέρβλητο θάνατο είναι και το γεγονός των γηρατειών – ο Όμηρος το αποκαλεί «λυγρόν γήρας» (Ω 249). Ένα άλλο χωρίο που δείχνει πως η μοίρα έχει τον ιδικό της αυθυπόστατο λόγο, το βρίσκουμε στη ραψωδία Χ της Ιλιάδας (Έκτορος αναίρεσις), στο οποίο βρίσκουμε το Δία, λίγο προτού καταβάλει ο Αχιλλέας τον Έκτορα, να τοποθετεί τις μοίρες των δύο θνητών ηρώων επάνω στη ίδια ζυγαριά και να διαπιστώνει στοχαστικά πως η παλλάντζα έγειρε από την πλευρά της μοίρας του Έκτορα (Χ 209-212). Σχετικά με το θάνατο σαν πρόβλημα υπερβατικό, που ανάγεται πλέον στην αρμοδιότητα της θρησκείας, ο Όμηρος δίνει εκτενείς περιγραφές. Έτσι σύμφωνα με τις περιγραφές αυτές τη στιγμή του θανάτου φεύγει από το σώμα κάτι σαν το ομοίωμά του. Ένα είδωλο δηλαδή που πάει να ζήσει στο βασίλειο των σκιών του Άδη. Οι ψυχές αυτών που πεθαίνουν συγκεντρωμένες από τον οδηγό τους, τον ψυχοπομπό Ερμή, κατεβαίνουν σμαριαστά στο σκοτεινό βασίλειο τσιρίζοντας σαν νυχτερίδες (ω 5-7). Σχετικά με τις συνθήκες διαβίωσης στον τόπο των νεκρών, «τον ασφεδελόν λειμώνα» (ω 13), έχει καταστεί πλέον πασίγνωστο το χωρίο από το λ της Οδύσσειας (νέκυια), όπου ο επισκέπτης βασιλιάς της Ιθάκης ερωτά τη σκιά του Αχιλλέα, πως καλοπερνά στον κάτω κόσμο. Η απάντηση του πάλαι ποτέ λαμπρού βασιλιά των Μυρμιδόνων δεν αφήνει περιθώρια για μια αισιόδοξη προσμονή (λ 489-491): «Θα `θελα να `μαι χωρικός και να ξενοδουλεύω σε αφέντη δίχως κτήματα, που `ναι το βιος του λίγο, παρά να βασιλεύω εδώ στους πεθαμένους όλους» Ακόμη, αναφορικά με το θάνατο, στον Όμηρο εμφανίζεται και το πρόβλημα που συνοδεύει σταθερά την ελληνική αντίληψη σε όλη της την πορεία, και σχετίζεται σταθερά με την ανάγκη για την όσο το δυνατό ταχύτερη ταφή του νεκρού σώματος αμέσως μετά το ξεψύχισμα. Μια αντίληψη που μας είναι ευρύτερα γνωστή από την Αντιγόνη του Σοφοκλή. Στο 23 τραγούδι της Ιλιάδας (Άθλα επί Πατρόκλω) όταν, ύστερα από εννέα μέρες ανήλεης σφαγής των Τρώων για να κορεσθεί το μένος και ο πόνος του Αχιλλέα από τον θάνατο του φίλου, παρουσιάζεται στον ύπνο του Αχιλλέα η σκιά του Πάτροκλου, και ο Αχιλλέας περιμένει να τον βρει ικανοποιημένο, αφού εκδικήθηκε τόσο σκληρά το θάνατό του, ο Πάτροκλος παραπονείται απαρηγόρητος, πως τόσες μέρες μένοντας άταφος - ο Αχιλλέας δεν βρήκε τον καιρό να τον ενταφιάσει - βασανίζεται ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι. «Θάψε με» τον παρακαλεί, «όσο πιο σύντομα μπορείς» (ψ 71): «Θάπτε με όττι τάχιστα∙ πύλας Αίδαο περήσω» Οι αντιλήψεις του Ομήρου για τον κάτω κόσμο εκτίθενται λεπτομερειακά στις δύο ξεναγήσεις που γίνονται στον Άδη, και είναι γνωστές με το όνομα νέκυιες (ραψωδίες λ και ω της Οδύσσειας). Τέλος σε σχέση πάντα με το πρόβλημα του θανάτου, πρέπει να εξαρθεί μια θέση μα ιδιότυπη σημασία που απαντά κανείς στην έκτη (Ζ) ραψωδία της Ιλιάδας. Εκεί ο Όμηρος, αφήνοντας να βγει στην επιφάνεια ο πικρός απόλογος του στοχαζόμενου ανθρώπου, και όχι η πίστη στη θρησκευτική παράδοση, φαίνεται να αποκλείει την ύπαρξη της μεταθανάτιας ζωής. Οι άνθρωποι, λέγει, είμαστε διαβατικοί και πρόσκαιροι σαν τα φύλλα των δένδρων (Ζ 146, Φ 463-466). Το πρόβλημα αυτό θα αποτελέσει το γόρδιο δεσμό για τους Έλληνες στη μεταγενέστερη φιλοσοφία της ακμής που θα ακολουθήσει τον Όμηρο. Το ανθρωπομορφικό υπόβαθρο, πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η σύλληψη των θεών από τον Όμηρο, δεν απάλλαξε τις αθάνατες υποστάσεις τους από τα ηθικά ψεγάδια της ανθρώπινης φύσης. Έτσι οι θεοί παρουσιάζονται πολλές φορές με ισχυρές αδυναμίες και υποπίπτουν σε σφάλματα, που στην περιοχή των θνητών θα εκπροσωπούσαν περιπτώσεις κατώτερης ηθικής στάθμης. Φενακισμοί, απιστίες, τεχνάσματα, εκβιασμοί, δολιότητες συνωμοτικά σχέδια και άλλα παρόμοια ατοπήματα που πηγάζουν από εγωισμό ή φιλοδοξία, η ιδιοτέλεια, είναι πολύ συνηθισμένα στους θεούς των ομηρικών περιγραφών. Δεν λείπει ακόμη ούτε η τολμηρή σκηνή του ξυλοδαρμού της Άρτεμις από την Ήρα (Φ 489-492). Αυτή η από ηθική άποψη συμμετρία και συμπόρευση των ουράνιων θεών προς την ατελή φύση των ανθρώπων είχε σαν αποτέλεσμα να ασκηθεί από μεταγενέστερους στοχαστές οξύτατη κριτική στην ομηρική θεολογία. Οι βίαιες επιθέσεις κατά του Ομήρου αρχίζουν με τον Ηράκλειτο, ο οποίος σ’ ένα σωσμένο απόσπασμα υποστηρίζει πως ο Όμηρος είναι άξιος να οδηγηθεί στην πλατεία και να ραπισθεί. (VS 22 B, 42) Την ίδια γνώμη με μια αξιοπρόσεκτη κριτική νηφαλιότητα υποστηρίζει ο Ξενοφάνης. Τα έπη του Ομήρου μαθαίνουν τους νέους, γράφει, να γίνονται κλέφτες, μοιχοί, και απατεώνες. (VS 21 B, 12) Τη συστηματική όμως, την πολυμέτωπη και πιο σφοδρή επίθεση εναντίον του Ομήρου, εξ’ αιτίας του κακού παιδαγωγικού προτύπου που αποτελούν τα έπη για τη μόρφωση της ψυχής των νέων, την επιχείρησε ο Πλάτων. Ο Αθηναίος φιλόσοφος από πολλές απόψεις ανήκει στους βαθύτερους γνώστες, αλλά και τους πιο ειλικρινείς επαινέτες και λάτρεις του Ομήρου. Ωστόσο στο Β΄ και στο Γ΄ βιβλίο της Πολιτείας του, λόγω της επιλήψιμης διάπλασης των θεών από τον Όμηρο, φθάνει ως το σημείο να εισηγηθεί την εξορία του Ομήρου και της ποίησής του από την ιδανική πολιτεία που σχεδιάζει (Πολιτεία 386 εξ.). Τα ομηρικά έπη είναι ένα κόσμος μυθικός, που έρχεται σαν συνέχεια και οργανωμένη προέκταση της ελληνικής ακριβώς μυθολογίας. Από την άποψη αυτή ο ποιητής τους δεν νομοθετεί, ούτε και θεολογεί με τον σοβαρό και δόκιμο τρόπο, που γνωρίζουμε σε μεταγενέστερους χρόνους αυτές τις επιδόσεις. Απλώς μυθολογεί όπως, τόσο εύστοχα έγραψε και ο Αριστοτέλης. Καταλήγοντας για τους ομηρικούς θεούς είναι επιτακτικό να αναφέρουμε μια εξελικτική ανιούσα στην ιδέα του ποιητή για το θείο, που μεταφράζεται στην προσχώρηση από τη μυθική περιοχή στην ηθική σφαίρα. Στην Οδύσσεια, που γενικά θεωρείται από τους ειδικούς το υστερότερο σε σχέση με την Ιλιάδα έργο, η ιδέα του θείου έχει αποκτήσει ένα ηθικό περιεχόμενο, που προσεγγίζει πολύ στις δικές μας απόψεις. Έτσι στο πρώτο τραγούδι, διατυπώνεται η άποψη για το αυτεξούσιο του ανθρώπου και την αποκλειστικότητα της ευθύνης για τις πράξεις του. Παρότι οι άνθρωποι νομίζουν, λέγει ο ποιητής, ο αίτιος και ο ρυθμιστής για τη μορφή της ζωής τους είναι οι θεοί και η μοίρα, εντούτοις η αλήθεια είναι διαφορετική. Έτσι ο Όμηρος βάζει τα ακόλουθα λόγια στο στόμα του Δία (α 32-34): «Ω, κρίμα αλήθεια, οι άνθρωποι με τους θεούς να τα `χουν, γιατί θαρρούν πως από μας οι συμφορές τους βρίσκουν, ενώ παθαίνουν μόνοι τους, απ’ ασυλλογισιά τους, χωρίς να φταίει η μοίρα τους» Προς το τέλος μάλιστα, η ιδέα του θείου παίρνει εκείνο το ακέραιο πνευματικό βάθος, που κατέχει στη σύγχρονη συνείδηση του θρησκευόμενου ανθρώπου. Στη ραψωδία χ (Μνηστηροφονία), προτού ο Οδυσσέας αρχίσει να τοξεύει τους αλαζονικούς μνηστήρες, τους απευθύνει ένα σύντομο αλλά προοιωνιστικό του ολέθρου τους κατηγορώ, το οποίο αποκορυφώνεται στην παρατήρηση ότι τόσα χρόνια διέπρατταν τα αισχρά τους έργα, χωρίς να φοβηθούν ούτε τους ανθρώπινους νόμους ούτε τους θεούς του ουρανού (χ 39): «Δίχως θεούς, που κατοικούν τα ουράνια, να φοβάσθε» Η αντίληψη αυτή φανερώνει ότι με τον καιρό στη συνείδηση του Ομήρου - ή των Ελλήνων – η κορυφή του Ολύμπου ταυτίστηκε με το ουράνιο ύψος". Νικολίτσα Δ. Γεωργοπούλου. Επιλεγμένα αποσπάσματα από το βιβλίο με τίτλο: "Η έννοια του θείου στην κλασική Ελλάδα", εκδ. Θυμέλη
Στην αναφορά του ονόματος του Βαγγέλη Παπαθανασίου, του διεθνώς γνωστού ως απλά Vangelis, είναι βέβαια τα synthesizers στη χρήση και την καθιέρωση των οποίων υπήρξε πρωτοπόρος και όχι το πιάνο το όργανο που έρχεται στο μυαλό. Λίγοι όμως γνωρίζουν ότι…
ΔΕΙΤΕ ΚΙ’ΑΛΛΑ ΕΡΓΑ ΕΔΩ Ο Θεόδωρος Ιακώβου Ράλλης (Κωνσταντινούπολη, 16 Φεβρουαρίου 1852 – Λωζάνη, 2 Οκτωβρίου 1909· γνωστός και ως Théodore Jacques Ralli ή Rallis) ήταν έλληνας ζωγράφος της «…
Ο μαστρο-Φώτης γεννήθηκε στη Μεγάλη Στεριά της Ανατολής, στο Αϊβαλί, κάτω από την Οθωμανική τυραννία, στα 1895. Παρά το ότι στις ελληνοπρεπέστατες Κυδωνίες η τουρκική παρουσία ήταν πολύ περιωρισμένη, εξ αιτίας των ιστορικών προνομίων της πόλεως, δεν ήταν δυνατόν να…
ΔΕΙΤΕ ΚΙ’ΑΛΛΑ ΕΡΓΑ ΕΔΩ Ο Θεόδωρος Ιακώβου Ράλλης (Κωνσταντινούπολη, 16 Φεβρουαρίου 1852 – Λωζάνη, 2 Οκτωβρίου 1909· γνωστός και ως Théodore Jacques Ralli ή Rallis) ήταν έλληνας ζωγράφος της «…
Την στιγμή που το ζήτημα της δίκαιης επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα στην πατρίδα τους απασχολεί την Ελλάδα εδώ και δύο αιώνες, «λάδι» στη φωτιά
Μία καθαρά ανθρωποκεντρική και αλληγορική σειρά έργων του Γιάννη Τσαρούχη είναι και η προσωποποίηση των εποχών και των μηνών του έτους. Μία ακόμη αρμονική συνύπαρξη ανατολής και δύσης, του παραδοσιακού και λαϊκού με το κλασσικό και το μοντέρνο. Στα πρότυπα της αρχαίας Ελληνικής και Βυζαντινής παράδοσης αλλά και με εμφανής στοιχεία της Αναγεννησιακής τέχνης του μπαρόκ, ο ζωγράφος συμβολικά σμιλεύει και έντεχνα πλάθει τις αλληγορικές μορφές του σε ένα συνδυασμό με μια λιτή και συμβολική νεκρή φύση. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ίδιος πόζαρε σαν ο Δεκέμβριος, ο τελευταίος και γηραιότερος μήνας του χρόνου. Όπως και στα λαϊκά παραμύθια οι μήνες είναι τα δώδεκα παλικάρια όπου σαν ουράνιοι φτερωτοί άγγελοι έρχονται και φεύγουν μέσα στο χρόνο, ο κάθε ένας με την δική του σειρά, προσφέροντας στους ανθρώπους τα πολύτιμα αγαθά τους. Οι ημίγυμνες αναγεννησιακές μορφές των μακρυμάλληδων νεαρών με το αθώο ηδυπαθές βλέμμα θυμίζουν ''Βάκχο'' του Καραβάτζιο και ταυτόχρονα τις βυζαντινές αγιογραφίες με την αυστηρότητα και το ιερό και επιβλητικό φως που εκπέμπουν. Η διονυσιακή ατμόσφαιρα είναι διάχυτη όπως χαρακτηριστική είναι και η ανάδειξη της απολλώνιας ομορφιάς και του αρχαίου Ελληνικού κάλλους. Ένας ζωντανός μύθος με μια σύγχρονη αισθητική ματιά, μοναδικός και πάντα επίκαιρος θα μας γοητεύει... Πηγή: mysteliospaths.blogspot.gr O Γιάννης Τσαρούχης O Γιάννης Τσαρούχης γεννήθηκε το 1910 στον Πειραιά. Από το 1929 μέχρι το 1933 σπουδάζει ζωγραφική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών με δασκάλους τον Σπ.Βικάτο, τον Δ.Μπισκίνη και τον Κ.Παρθένη, ο οποίος τον μυεί στην ευρωπαϊκή τέχνη, στον κυβισμό και τον υπερρεαλισμό. Από το 1931 έως το 1934 μαθητεύει κοντά στον Φ.Κόντογλου, ο οποίος τον φέρνει σε επαφή με την τεχνική και τις μεθόδους της αγιογραφίας και τα βυζαντινά μνημεία της Ελλάδας και επηρεάζει την καλλιτεχνική του αντίληψη, γεγονός που φαίνεται στα έργα της εποχής. Το 1935-1936 συνεχίζει τις σπουδές του στο Παρίσι, όπου γνωρίζεται με προσωπικότητες της ευρωπαϊκής σύγχρονης τέχνης, όπως ο Giacometti και o Matisse, από τον οποίο συγκρατεί τις αισθησιακές χρωματικές αρμονίες, και έρχεται σε επαφή με το έργο του Θεόφιλου μέσω του Teriade. To 1938 πραγματοποιεί την πρώτη ατομική του έκθεση στο άδειο κατάστημα του Ι.Αλεξόπουλου στην οδό Νίκης, στην Αθήνα, με έργα στα οποία αρχίζει να διαφαίνεται το προσωπικό του ύφος, αποτέλεσμα των μελετών και των αναζητήσεών του, ενώ συμμετέχει και στην Πανελλήνια Έκθεση. Η δεύτερη ατομική του έκθεση γίνεται μετά τον πόλεμο, το 1947, στην γκαλερί Παίην. Το 1952 του αφιερώνεται έκθεση στο Βρετανικό Συμβούλιο της Αθήνας και το 1956 παρουσιάζει έργα του, ως υποψήφιος για το βραβείο Guggenheim, στο Εθνικό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Παρισιού και στο Μουσείο Guggenheim της Νέας Υόρκης, ενώ το 1958 συμμετέχει στην Βiennale της Βενετίας. Με την επιβολή της Δικτατορίας το 1967 εγκαθίσταται στο Παρίσι, όπου και μένει μέχρι το 1980. Το 1981 οργανώνεται από το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης η πρώτη μεγάλη αναδρομική του έκθεση στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Παράλληλα με το ζωγραφικό του έργο δημιούργησε σκηνικά και κοστούμια για θεατρικές και μουσικές παραστάσεις, για το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν, το Εθνικό Θέατρο, και τη Σκάλα του Μιλάνου, ενώ δημοσίευσε και πλήθος συγγραμμάτων που χαρακτηρίζονται από το ειλικρινές αλλά και καυστικό ύφος του. Πέθανε στην Αθήνα το 1989. Σημ. Το πορτρέτο του Γιάννη Τσαρούχη είναι έργο του ζωγράφου Γιάννη Σταύρου. Μια παρουσίαση σκέψεων (κυρίως) του μεγάλου μας ζωγράφου !...
Η αυγή του 19ου αιώνα γέμιζε σιγά σιγά τους λαούς της Ευρώπης με τα ιδανικά της ελευθερίας και της αυτοδιάθεσης. Η ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλώ και τα
Discover the work and legacy of Greek painter Yannis Moralis which is celebrated in a new exhibition at Peiraios 138 in Athens.
Το 1966 ο Γιάννης Τσαρούχης ζωγράφισε τη μοναδική προσωπογραφία της Τζένης Καρέζη, ένα πίνακα ανεκτίμητης αξίας που αποτύπωσε τη μοναδική ομορφιά της
Nikolaos Gyzis was a Greek painter born on 1 March 1842 in Sklavochori, Tinos, Greece. In 1850, Nikolaos enrolled at the Athens School of Fine Arts, where he developed his painting prowess. Gyzis then furthered his art education at the Munich Academy of Fine Arts in Germany through a scholarship. Nikolaos returned to Greece after
ΔΕΙΤΕ ΚΙ’ΑΛΛΑ ΕΡΓΑ ΕΔΩ Ο Θεόδωρος Ιακώβου Ράλλης (Κωνσταντινούπολη, 16 Φεβρουαρίου 1852 – Λωζάνη, 2 Οκτωβρίου 1909· γνωστός και ως Théodore Jacques Ralli ή Rallis) ήταν έλληνας ζωγράφος της «…
Οι απόψεις δεν συμπίπτουν πάντα, αλλά θα παραθέσω την προσωπική μου, με τις επεξηγήσεις που ταιριάζουν περισσότερο ως προς τη συσχέτιση των Ολύμπιων
ΔΕΙΤΕ ΚΙ’ΑΛΛΑ ΕΡΓΑ ΕΔΩ Ο Γεώργιος Ιακωβίδης (Georgios Jakobides, Χίδηρα Λέσβου, 11 Ιανουαρίου 1853–Αθήνα , 13 Δεκεμβρίου 1932) ήταν διακεκριμένος έλληνας ζωγράφος και ακαδημαϊκός. Ο Γεώργιος …
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Ο ΚΕΡΑΜΙΔΟΓΑΤΟΣ Ο ΜΑΝΤΟΥΜΑΝΤΑΔΟΡΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΥΖΗΣ Βιογραφία Ο Νικόλαος Γύζης ήταν ένα από τα έξι παιδιά του ξυλουργού Ονούφριου Γύζη και της Μαργαρίτας Γύζη, το γένος Ψάλτη, που ζούσαν στο Σκλαβοχώρι της Τήνου. Το 1850, η οικογένειά του μετοίκησε στην Αθήνα και ο μικρός Νικόλαος άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα στην Σχολή των Ωραίων Τεχνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) αρχικά ως ακροατής και, από το 1854 έως το 1864, ως κανονικός σπουδαστής. Με το τέλος των σπουδών του, γνωρίστηκε με τον πλούσιο φιλότεχνο Νικόλαο Νάζο, με την μεσολάβηση του οποίου έλαβε υποτροφία από το Ευαγές Ίδρυμα του Ναού της Ευαγγελιστρίας της Τήνου, προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές του στην Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου Τον Ιούνιο του 1865, ο Γύζης έφθασε στο Μόναχο, όπου συνάντησε τον συνάδελφο και φίλο του Νικηφόρου Λύτρα. Ο τελευταίος τον βοήθησε στο να εγκλιματιστεί γρήγορα στο σκληρό γερμανικό περιβάλλον. Πρώτοι του δάσκαλοί του στο Μόναχο ήταν ο Χέρμαν Άνσουτς (Hermann Anschütz) και ο Αλεξάντερ Βάγκνερ (Alexander Wagner). Τον Ιούνιο του 1868 έγινε δεκτός στο εργαστήριο του Κάρλ φον Πιλόοτυ (Karl von Piloty). Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Μόναχο το 1871 τον Απρίλιο του 1872 επέστρεψε στην Αθήνα, για να μετατρέψει το πατρικό του σπίτι επί της οδού Θεμιστοκλέους σε ατελιέ. Μαζί με τον Νικηφόρο Λύτρα, ταξίδεψε το 1873 στην Μικρά Ασία. Απογοητευμένος από τις συνθήκες της Ελλάδας, τον Μάιο του 1874 εγκατέλειψε την Αθήνα και επέστρεψε στο Μόναχο, όπου έμελλε να ζήσει για το υπόλοιπο της ζωής του. Το 1876, ταξίδεψε παρέα με τον Νικηφόρο Λύτρα στο Παρίσι. Έναν χρόνο αργότερα νυμφεύθηκε την Άρτεμη Νάζου, με την οποία απέκτησε τέσσερις κόρες — την Πηνελόπη (γεν. 1878, πέθανε μόλις δώδεκα ημερών), την Μαργαρίτα-Πηνελόπη (γεν. 1879), την Μαργαρίτα (γεν. 1881) και την Ιφιγένεια (γεν. 1890) — και έναν γιο — τον Ονούφριο-Τηλέμαχο (γεν. 1884). Το 1880 ανακηρύχθηκε σε επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου και το 1888 εκλέχθηκε τακτικός καθηγητής στο ίδιο ίδρυμα. Το 1881 πέθανε η μητέρα του και έναν χρόνο μετά πέθανε και ο πατέρας του. Το 1895 επισκέφθηκε για τελευταία φορά την Ελλάδα, την οποία ποτέ δεν ξέχασε και πάντα νοσταλγούσε. Προσβεβλημένος από λευχαιμία, πέθανε στο Μόναχο στις αρχές του 1901. Λέγεται ότι τα τελευταία του λόγια ήταν: «Λοιπόν ας ελπίζωμεν και ας ζητούμεν να είμεθα εύθυμοι!» Η σορός του ενταφιάστηκε στο Βόρειο Νεκροταφείο του Μονάχου. Το έργο του Ο Νικόλαος Γύζης αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ακαδημαϊκού ρεαλισμού του ύστερου 19ου αι., του συντηρητικού εικαστικού κινήματος που είναι γνωστό ως «Σχολή του Μονάχου», τόσο σε ελληνικό όσο και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Συμμετείχε και βραβεύτηκε σε πάρα πολλές ελληνικές και ευρωπαϊκές εκθέσεις, από το 1870 έως το 1900. Μάλιστα, μετά τον θάνατό του, το 1901 τιμήθηκε με έκθεση έργων του στην 8η Διεθνή Καλλιτεχνική Έκθεση του Γκλασπαλάστ (Glaspalast). Σπουδαστής στην Ακαδημία του Μονάχου, ενστερνίσθηκε όλες τις αρχές των γερμανών δασκάλων του φτιάχνοντας έργα σπάνιας επιδεξιότητας μέσα στα όρια του ιστορικού ρεαλισμού και της ηθογραφίας. Με τα έργα του — ειδικά αυτά της νεότητάς του — έλαβε τον χαρακτηρισμό «γερμανικότερος των Γερμανών» και επαινέθηκε με το παραπάνω από τους τεχνοκριτικούς και τον Τύπο της εποχής. Δύο από τα μεγάλα «Γερμανικά» του έργα — οι Ελεύθερες τέχνες και τα πνεύματα της καλλιτεχνικής βιοτεχνίας, που κοσμούσαν την οροφή Μουσείου Διακοσμητικών Τεχνών του Καϊζερσλάουτερν (1878–1880), και Ο θρίαμβος της Βαυαρίας, που κοσμούσε την αίθουσα συνεδριάσεων του Μουσείου Διακοσμητικών Τεχνών της Νυρεμβέργης (1895–1899) — καταστράφηκαν κατά τον Β’ Παγκ.Πόλεμο. Μερικά από τα έργα του, όπως Τα αρραβωνιάσματα (1875) και Το κρυφό σχολειό (1885, συλλογή Εμφιετζόγλου), βασίζονται σε προφορικούς θρύλους της εποχής της Τουρκοκρατίας, των οποίων η αντιστοιχία στην ιστορική πραγματικότητα αμφισβητείται σήμερα, χωρίς βέβαια αυτό να μειώνει την καλλιτεχνική αξία των παραπάνω έργων. Άτομο βαθιά θρησκευόμενο, στράφηκε αργότερα προς τις αλληγορικές και τις μεταφυσικές παραστάσεις. Τα λεγόμενα «θρησκευτικά» του έργα, με πλέον χαρακτηριστικό τον πίνακα Ιδού ο Νυμφίος έρχεται (1895–1900, Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου), αντιπροσωπεύουν τα οράματα του ώριμου πλέον καλλιτέχνη και δηλώνουν απερίφραστα τις υπαρξιακές του αγωνίες. Κυρίαρχο θέμα των ώριμων έργων του ήταν ο αγώνα του εναντίον του Κακού και η τελική νίκη του Καλού. Η σημαντικότερη μορφή σ' αυτά τα έργα του είναι η γυναίκα, που άλλοτε εμφανίζεται ως Τέχνη, άλλοτε ως Μουσική, άλλοτε ως Άνοιξη, άλλοτε ως Δόξα, κ.λπ. Νεότεροι μελετητές του έργου του διακρίνουν ότι στα λιγότερο γνωστά ύστερα έργα του, και κυρίως στα σχέδιά του με κάρβουνο και κιμωλία, ο Γύζης δίνει μια εξπρεσιονιστική τάση απελευθέρωσης από τον ακαδημαϊκό ρεαλισμό. Ο Γύζης φιλοτέχνησε επίσης αφίσες και εικονογράφησε βιβλία. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΓΥΖΗ ΓΥΖΗΣ-ΛΥΤΡΑΣ ΑΠΟΨΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΑΙΔΑΡΙ ΑΡΜΟΝΙΑ ΑΡΜΟΝΙΑ ΑΡΜΟΝΙΑ ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΤΗΣ ΜΕ ΜΟΥΣΙΚΟ ΟΡΓΑΝΟ ΑΝΑΤΟΛΙΤΗΣ ΜΕ ΦΡΟΥΤΑ ΑΝΑΤΟΛΙΤΗΣ ΜΕ ΤΣΙΜΠΟΥΚΙ ΑΝΑΤΟΛΙΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΕΝΟΣ ΑΝΔΡΑΣ ΜΕ ΚΑΠΕΛΟ ΚΑΙ ΜΑΝΤΗΛΙ ΑΝΘΗ ΑΝΘΗ ΑΝΟΙΞΗ Η ΑΠΟΘΕΩΣΗ ΤΗΣ ΒΑΥΒΑΡΙΑΣ Η ΑΠΟΘΕΩΣΗ ΤΗΣ ΒΑΥΒΑΡΙΑΣ ΑΠΟΚΡΙΕΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΑΠΟΚΡΙΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΑΠΟΣΤΗΘΙΣΗ ΑΡΑΒΑΣ ΠΟΥ ΚΑΠΝΙΖΕΙ ΑΡΑΒΩΝΙΑΣΜΑΤΑ ΑΡΑΠΙΝΑ ΑΡΤΕΜΙΣ ΓΥΖΗ ΑΡΤΕΜΙΣ ΓΥΖΗ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΜΕ ΣΑΛΠΙΓΓΑ ΓΑΛΟΠΟΥΛΑ ΓΕΡΟΣ ΠΟΥ ΚΟΙΜΑΤΑΙ ΓΕΡΟΣ ΠΟΥ ΡΑΒΕΙ ΓΙΑΓΙΑ ΜΕ ΔΥΟ ΕΓΓΟΝΙΑ ΓΙΑΝΤΕΣ ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΚΟΚΚΙΝΗ ΟΜΠΡΕΛΑ ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΜΟΙΡΑ Προσθήκη λεζάντας ΔΩΜΑΤΙΟ ΣΤΟ TYROL ΕΑΡΙΝΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΝΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΟ ΜΕ ΤΟΥΡΤΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΑΠΟ ΤΟ OPERAUDORF ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΗΣ Η ΑΡΑΧΝΗ Η ΑΡΜΟΝΙΑ Η ΑΡΠΑΓΗ ΤΩΝ ΝΥΜΦΩΝ Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΤΗΛΕΜΑΧΟΥ Η ΠΟΙΗΣΗ Η ΔΟΞΑ Η ΔΟΞΑ ΝΙΚΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ Η ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗ Η ΜΑΝΙΤΣΑ Η ΝΥΜΦΗ Η ΠΡΑΣΙΝΗ ΓΑΒΑΘΑ Η ΡΑΠΤΟΥΣΑ Η ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΑ ΤΗΣ Η ΤΙΜΩΡΙΑ ΤΟΥ ΟΡΝΙΘΟΚΛΕΦΤΗ Η ΧΑΡΑ Η ΧΑΡΑ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ Η ΧΑΡΤΟΜΑΝΤΙΣΑ Η ΧΑΡΤΟΡΙΧΤΡΑ Η ΧΑΡΤΟΜΑΝΤΙΣΑ Η ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΚΑΛΙΤΕΧΝΗ ΘΛΙΜΕΝΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΙΔΟΥ Ο ΝΥΜΦΙΟΣ ΙΔΟΥ Ο ΝΥΜΦΙΟΣ ΙΔΟΥ Ο ΝΥΜΦΙΟΣ ΙΔΟΥ Ο ΝΥΜΦΙΟΣ ΕΡΧΕΤΑΙ ΚΑΠΝΙΣΤΗΣ ΚΑΠΟΥΤΣΙΝΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΚΕΝΤΑΥΡΟΣ ΚΑΙ ΕΡΩΣ ΚΕΦΑΛΙ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ ΚΕΦΑΛΙ ΑΡΑΒΑ ΚΕΦΑΛΙ ΓΕΡΟΥ ΚΕΦΑΛΙ ΚΟΠΕΛΑΣ ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΗΣ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΕΦΑΛΙ ΚΟΡΗΣ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΖΕΙ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΖΕΙ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΠΟΥ ΚΡΥΩΝΕΙ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΠΟΥ ΠΛΕΚΕΙ ΚΟΥ - ΚΟΥ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΥΔΩΝΙΑ ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΓΥΖΗ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΓΥΖΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΨΑΡΩΝ ΜΕΤΑ ΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΜΗΤΡΙΚΗ ΣΤΟΡΓΗ ΜΗΤΕΡΑ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙ ΜΗΤΡΟΤΗΤΑ ΜΟΡΦΕΣ ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΤΟ ΑΡΜΑ ΤΗΣ ΒΑΥΑΡΙΑΣ ΜΟΡΦΕΣ ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΤΟ ΑΡΜΑ ΤΗΣ ΒΑΥΑΡΙΑΣ ΝΕΚΡΗ ΦΥΣΗ ΝΥΜΦΗ ΚΑΙ ΕΡΩΤΑΣ ; Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ Ο ΚΟΥΡΕΑΣ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΣΤΗ ΓΗ Ο ΠΟΝΟΣ Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΕΡΩΤΙΔΕΩΝ Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ ΟΙ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΜΕ ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥΣ ΟΛΥΜΠΙΟΝΙΚΗΣ ΟΛΥΜΠΙΟΝΙΚΗΣ ΤΑ ΟΡΦΑΝΑ ΤΟ ΤΑΜΑ ΤΟ ΤΑΜΑ ΓΙΑΓΙΑ ΠΟΥ ΧΟΡΕΥΕΙ ΤΑ ΕΓΓΟΝΙΑ ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΜΟΙΡΑ ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΤΗΛΕΜΑΧΟΥ Ο ΕΡΩΣ ΚΑΙ Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΠΑΛΛΑΣ ΑΘΗΝΑ ΠΑΠΑΡΟΥΝΕΣ ΠΑΠΑΡΟΥΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΛΙΠΕΣ ΠΑΠΟΥΣ ΚΑΙ ΕΓΓΟΝΟΣ ΠΑΠΟΥΣ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ ΜΗΛΑ ΣΤΑ ΕΓΓΟΝΙΑ ΤΟΥ ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΓΥΖΗ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ ΠΟΤΡΑΙΤΟ ΡΟΔΙΑ ΜΕ ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΑΥΓΑ ΣΠΙΤΙ ΣΕ ΧΩΡΙΟ ΣΠΟΥΔΗ ΚΕΝΑΤΥΡΟΥ ΣΠΟΥΔΗ ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΣΧΕΔΙΟ ΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΑΦΙΣΑ ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ ΓΥΖΗΣ ΤΜΩΛΟΣ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΕ ΤΑ ΚΕΡΑΣΙΑ ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ ΤΟ ΠΕΝΘΟΥΝ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ ΤΟ ΣΚΛΑΒΟΠΑΖΑΡΟ ΤΟ ΧΑΜΙΝΙ ΤΟ ΤΣΟΥΡΕΚΙ ΨΥΧΟΜΑΝΑ ΨΩΜΙΑ EXAMINATIONS OF DOGS LEARNING BY HEART Ο ΝΕΟΣ ΑΙΩΝ ΑΓΟΡΙ ΑΝΘΗ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΑΖΟΣ Η ΑΡΡΩΣΤΗ Η ΠΙΑΤΟΘΗΚΗ Η ΠΟΡΤΑ ΚΕΦΑΛΙ ΝΕΑΣ ΚΕΦΑΛΙ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΟΥΛΟΥΡΑΚΙΑ ΜΑΔΗΜΕΝΟ ΚΟΤΟΠΟΥΛΟ ΜΗΤΕΡΑ ΜΕ ΜΩΡΟ ΝΑΥΤΟΠΟΥΛΟ ΝΕΚΡΗ ΦΥΣΗ ΜΕ ΜΗΛΑ Ο ΙΩΣΗΦ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ ΠΑΠΟΥΣ ΚΑΙ ΕΓΓΟΝΟΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΠΡΟΣΩΠΟ ΚΟΡΗΣ ΣΑΠΙΑ ΜΗΛΑ ΣΠΙΤΙΑ ΣΤΑ ΜΕΓΑΡΑ ΣΠΟΥΔΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΙΤΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΣΠΟΥΔΗ ΕΝΔΥΜΑΤΟΣ ΣΤΗ ΠΗΓΗ ΣΤΟΧΑΣΤΙΚΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΤΡΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΕΝΑ ΤΡΑΠΕΖΙ ΦΥΓΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ======================================================================== Κεραμιδόγατος ο μαντουμανταδόρος-(Β.Π)
Παντού υπάρχει ένας μύθος. Να όμως που στη συγκεκριμένη περίπτωση και δικαιολογείται, αλλά και αξίζει να χαθούμε στην περιπέτεια της ξενάγησης στις ομορφιές της. Πρόκειται για την καμπή στα ελληνικ…
Σαν σήμερα, 8 Νοεμβρίου 1895 γεννήθηκε ο Φώτης Κόντογλου,μικρασιάτης λογοτέχνης, ζωγράφος και αγιογράφος, από τα επίλεκτα μέλη της γενιάς του '30, που αναζήτησε την ελληνικότητά της μέσα από την επιστροφή στις ρίζες. Μαθητές του υπήρξαν οι διακεκριμένοι ζωγράφοι Σπύρος Βασιλείου, Γιάννης Τσαρούχης και Νίκος Εγγονόπουλος.
Διαβάστε το άρθρο για λεπτομέρειες.
ΔΕΙΤΕ ΚΙ’ΑΛΛΑ ΕΡΓΑ ΕΔΩ Ο Γεώργιος Ιακωβίδης (Georgios Jakobides, Χίδηρα Λέσβου, 11 Ιανουαρίου 1853–Αθήνα , 13 Δεκεμβρίου 1932) ήταν διακεκριμένος έλληνας ζωγράφος και ακαδημαϊκός. Ο Γεώργιος …
Βάσω Κατράκη. Γεννήθηκε το στις 5 Ιουλίου του 1914 στο Αιτωλικό Αιτωλοακαρνανίας και πέθανε στις 27 Δεκέμβρη 1988. Γράφει η ίδια σε αυτοβιογραφικό της σημείωμα: Γεννήθηκα στο Αιτωλικό του Μεσολογγίου.
Χάριν λόγου και τέχνης-Χάριν φίλων
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Ο ΚΕΡΑΜΙΔΟΓΑΤΟΣ Ο ΜΑΝΤΟΥΜΑΝΤΑΔΟΡΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΥΖΗΣ Βιογραφία Ο Νικόλαος Γύζης ήταν ένα από τα έξι παιδιά του ξυλουργού Ονούφριου Γύζη και της Μαργαρίτας Γύζη, το γένος Ψάλτη, που ζούσαν στο Σκλαβοχώρι της Τήνου. Το 1850, η οικογένειά του μετοίκησε στην Αθήνα και ο μικρός Νικόλαος άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα στην Σχολή των Ωραίων Τεχνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) αρχικά ως ακροατής και, από το 1854 έως το 1864, ως κανονικός σπουδαστής. Με το τέλος των σπουδών του, γνωρίστηκε με τον πλούσιο φιλότεχνο Νικόλαο Νάζο, με την μεσολάβηση του οποίου έλαβε υποτροφία από το Ευαγές Ίδρυμα του Ναού της Ευαγγελιστρίας της Τήνου, προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές του στην Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου Τον Ιούνιο του 1865, ο Γύζης έφθασε στο Μόναχο, όπου συνάντησε τον συνάδελφο και φίλο του Νικηφόρου Λύτρα. Ο τελευταίος τον βοήθησε στο να εγκλιματιστεί γρήγορα στο σκληρό γερμανικό περιβάλλον. Πρώτοι του δάσκαλοί του στο Μόναχο ήταν ο Χέρμαν Άνσουτς (Hermann Anschütz) και ο Αλεξάντερ Βάγκνερ (Alexander Wagner). Τον Ιούνιο του 1868 έγινε δεκτός στο εργαστήριο του Κάρλ φον Πιλόοτυ (Karl von Piloty). Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Μόναχο το 1871 τον Απρίλιο του 1872 επέστρεψε στην Αθήνα, για να μετατρέψει το πατρικό του σπίτι επί της οδού Θεμιστοκλέους σε ατελιέ. Μαζί με τον Νικηφόρο Λύτρα, ταξίδεψε το 1873 στην Μικρά Ασία. Απογοητευμένος από τις συνθήκες της Ελλάδας, τον Μάιο του 1874 εγκατέλειψε την Αθήνα και επέστρεψε στο Μόναχο, όπου έμελλε να ζήσει για το υπόλοιπο της ζωής του. Το 1876, ταξίδεψε παρέα με τον Νικηφόρο Λύτρα στο Παρίσι. Έναν χρόνο αργότερα νυμφεύθηκε την Άρτεμη Νάζου, με την οποία απέκτησε τέσσερις κόρες — την Πηνελόπη (γεν. 1878, πέθανε μόλις δώδεκα ημερών), την Μαργαρίτα-Πηνελόπη (γεν. 1879), την Μαργαρίτα (γεν. 1881) και την Ιφιγένεια (γεν. 1890) — και έναν γιο — τον Ονούφριο-Τηλέμαχο (γεν. 1884). Το 1880 ανακηρύχθηκε σε επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου και το 1888 εκλέχθηκε τακτικός καθηγητής στο ίδιο ίδρυμα. Το 1881 πέθανε η μητέρα του και έναν χρόνο μετά πέθανε και ο πατέρας του. Το 1895 επισκέφθηκε για τελευταία φορά την Ελλάδα, την οποία ποτέ δεν ξέχασε και πάντα νοσταλγούσε. Προσβεβλημένος από λευχαιμία, πέθανε στο Μόναχο στις αρχές του 1901. Λέγεται ότι τα τελευταία του λόγια ήταν: «Λοιπόν ας ελπίζωμεν και ας ζητούμεν να είμεθα εύθυμοι!» Η σορός του ενταφιάστηκε στο Βόρειο Νεκροταφείο του Μονάχου. Το έργο του Ο Νικόλαος Γύζης αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ακαδημαϊκού ρεαλισμού του ύστερου 19ου αι., του συντηρητικού εικαστικού κινήματος που είναι γνωστό ως «Σχολή του Μονάχου», τόσο σε ελληνικό όσο και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Συμμετείχε και βραβεύτηκε σε πάρα πολλές ελληνικές και ευρωπαϊκές εκθέσεις, από το 1870 έως το 1900. Μάλιστα, μετά τον θάνατό του, το 1901 τιμήθηκε με έκθεση έργων του στην 8η Διεθνή Καλλιτεχνική Έκθεση του Γκλασπαλάστ (Glaspalast). Σπουδαστής στην Ακαδημία του Μονάχου, ενστερνίσθηκε όλες τις αρχές των γερμανών δασκάλων του φτιάχνοντας έργα σπάνιας επιδεξιότητας μέσα στα όρια του ιστορικού ρεαλισμού και της ηθογραφίας. Με τα έργα του — ειδικά αυτά της νεότητάς του — έλαβε τον χαρακτηρισμό «γερμανικότερος των Γερμανών» και επαινέθηκε με το παραπάνω από τους τεχνοκριτικούς και τον Τύπο της εποχής. Δύο από τα μεγάλα «Γερμανικά» του έργα — οι Ελεύθερες τέχνες και τα πνεύματα της καλλιτεχνικής βιοτεχνίας, που κοσμούσαν την οροφή Μουσείου Διακοσμητικών Τεχνών του Καϊζερσλάουτερν (1878–1880), και Ο θρίαμβος της Βαυαρίας, που κοσμούσε την αίθουσα συνεδριάσεων του Μουσείου Διακοσμητικών Τεχνών της Νυρεμβέργης (1895–1899) — καταστράφηκαν κατά τον Β’ Παγκ.Πόλεμο. Μερικά από τα έργα του, όπως Τα αρραβωνιάσματα (1875) και Το κρυφό σχολειό (1885, συλλογή Εμφιετζόγλου), βασίζονται σε προφορικούς θρύλους της εποχής της Τουρκοκρατίας, των οποίων η αντιστοιχία στην ιστορική πραγματικότητα αμφισβητείται σήμερα, χωρίς βέβαια αυτό να μειώνει την καλλιτεχνική αξία των παραπάνω έργων. Άτομο βαθιά θρησκευόμενο, στράφηκε αργότερα προς τις αλληγορικές και τις μεταφυσικές παραστάσεις. Τα λεγόμενα «θρησκευτικά» του έργα, με πλέον χαρακτηριστικό τον πίνακα Ιδού ο Νυμφίος έρχεται (1895–1900, Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου), αντιπροσωπεύουν τα οράματα του ώριμου πλέον καλλιτέχνη και δηλώνουν απερίφραστα τις υπαρξιακές του αγωνίες. Κυρίαρχο θέμα των ώριμων έργων του ήταν ο αγώνα του εναντίον του Κακού και η τελική νίκη του Καλού. Η σημαντικότερη μορφή σ' αυτά τα έργα του είναι η γυναίκα, που άλλοτε εμφανίζεται ως Τέχνη, άλλοτε ως Μουσική, άλλοτε ως Άνοιξη, άλλοτε ως Δόξα, κ.λπ. Νεότεροι μελετητές του έργου του διακρίνουν ότι στα λιγότερο γνωστά ύστερα έργα του, και κυρίως στα σχέδιά του με κάρβουνο και κιμωλία, ο Γύζης δίνει μια εξπρεσιονιστική τάση απελευθέρωσης από τον ακαδημαϊκό ρεαλισμό. Ο Γύζης φιλοτέχνησε επίσης αφίσες και εικονογράφησε βιβλία. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΓΥΖΗ ΓΥΖΗΣ-ΛΥΤΡΑΣ ΑΠΟΨΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΑΙΔΑΡΙ ΑΡΜΟΝΙΑ ΑΡΜΟΝΙΑ ΑΡΜΟΝΙΑ ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΤΗΣ ΜΕ ΜΟΥΣΙΚΟ ΟΡΓΑΝΟ ΑΝΑΤΟΛΙΤΗΣ ΜΕ ΦΡΟΥΤΑ ΑΝΑΤΟΛΙΤΗΣ ΜΕ ΤΣΙΜΠΟΥΚΙ ΑΝΑΤΟΛΙΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΕΝΟΣ ΑΝΔΡΑΣ ΜΕ ΚΑΠΕΛΟ ΚΑΙ ΜΑΝΤΗΛΙ ΑΝΘΗ ΑΝΘΗ ΑΝΟΙΞΗ Η ΑΠΟΘΕΩΣΗ ΤΗΣ ΒΑΥΒΑΡΙΑΣ Η ΑΠΟΘΕΩΣΗ ΤΗΣ ΒΑΥΒΑΡΙΑΣ ΑΠΟΚΡΙΕΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΑΠΟΚΡΙΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΑΠΟΣΤΗΘΙΣΗ ΑΡΑΒΑΣ ΠΟΥ ΚΑΠΝΙΖΕΙ ΑΡΑΒΩΝΙΑΣΜΑΤΑ ΑΡΑΠΙΝΑ ΑΡΤΕΜΙΣ ΓΥΖΗ ΑΡΤΕΜΙΣ ΓΥΖΗ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΜΕ ΣΑΛΠΙΓΓΑ ΓΑΛΟΠΟΥΛΑ ΓΕΡΟΣ ΠΟΥ ΚΟΙΜΑΤΑΙ ΓΕΡΟΣ ΠΟΥ ΡΑΒΕΙ ΓΙΑΓΙΑ ΜΕ ΔΥΟ ΕΓΓΟΝΙΑ ΓΙΑΝΤΕΣ ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΚΟΚΚΙΝΗ ΟΜΠΡΕΛΑ ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΜΟΙΡΑ Προσθήκη λεζάντας ΔΩΜΑΤΙΟ ΣΤΟ TYROL ΕΑΡΙΝΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΝΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΟ ΜΕ ΤΟΥΡΤΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΑΠΟ ΤΟ OPERAUDORF ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΗΣ Η ΑΡΑΧΝΗ Η ΑΡΜΟΝΙΑ Η ΑΡΠΑΓΗ ΤΩΝ ΝΥΜΦΩΝ Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΤΗΛΕΜΑΧΟΥ Η ΠΟΙΗΣΗ Η ΔΟΞΑ Η ΔΟΞΑ ΝΙΚΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ Η ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗ Η ΜΑΝΙΤΣΑ Η ΝΥΜΦΗ Η ΠΡΑΣΙΝΗ ΓΑΒΑΘΑ Η ΡΑΠΤΟΥΣΑ Η ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΑ ΤΗΣ Η ΤΙΜΩΡΙΑ ΤΟΥ ΟΡΝΙΘΟΚΛΕΦΤΗ Η ΧΑΡΑ Η ΧΑΡΑ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ Η ΧΑΡΤΟΜΑΝΤΙΣΑ Η ΧΑΡΤΟΡΙΧΤΡΑ Η ΧΑΡΤΟΜΑΝΤΙΣΑ Η ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΚΑΛΙΤΕΧΝΗ ΘΛΙΜΕΝΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΙΔΟΥ Ο ΝΥΜΦΙΟΣ ΙΔΟΥ Ο ΝΥΜΦΙΟΣ ΙΔΟΥ Ο ΝΥΜΦΙΟΣ ΙΔΟΥ Ο ΝΥΜΦΙΟΣ ΕΡΧΕΤΑΙ ΚΑΠΝΙΣΤΗΣ ΚΑΠΟΥΤΣΙΝΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΚΕΝΤΑΥΡΟΣ ΚΑΙ ΕΡΩΣ ΚΕΦΑΛΙ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ ΚΕΦΑΛΙ ΑΡΑΒΑ ΚΕΦΑΛΙ ΓΕΡΟΥ ΚΕΦΑΛΙ ΚΟΠΕΛΑΣ ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΗΣ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΕΦΑΛΙ ΚΟΡΗΣ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΖΕΙ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΖΕΙ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΠΟΥ ΚΡΥΩΝΕΙ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΠΟΥ ΠΛΕΚΕΙ ΚΟΥ - ΚΟΥ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΥΔΩΝΙΑ ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΓΥΖΗ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΓΥΖΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΨΑΡΩΝ ΜΕΤΑ ΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΜΗΤΡΙΚΗ ΣΤΟΡΓΗ ΜΗΤΕΡΑ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙ ΜΗΤΡΟΤΗΤΑ ΜΟΡΦΕΣ ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΤΟ ΑΡΜΑ ΤΗΣ ΒΑΥΑΡΙΑΣ ΜΟΡΦΕΣ ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΤΟ ΑΡΜΑ ΤΗΣ ΒΑΥΑΡΙΑΣ ΝΕΚΡΗ ΦΥΣΗ ΝΥΜΦΗ ΚΑΙ ΕΡΩΤΑΣ ; Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ Ο ΚΟΥΡΕΑΣ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΣΤΗ ΓΗ Ο ΠΟΝΟΣ Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΕΡΩΤΙΔΕΩΝ Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ ΟΙ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΜΕ ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥΣ ΟΛΥΜΠΙΟΝΙΚΗΣ ΟΛΥΜΠΙΟΝΙΚΗΣ ΤΑ ΟΡΦΑΝΑ ΤΟ ΤΑΜΑ ΤΟ ΤΑΜΑ ΓΙΑΓΙΑ ΠΟΥ ΧΟΡΕΥΕΙ ΤΑ ΕΓΓΟΝΙΑ ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΜΟΙΡΑ ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΤΗΛΕΜΑΧΟΥ Ο ΕΡΩΣ ΚΑΙ Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΠΑΛΛΑΣ ΑΘΗΝΑ ΠΑΠΑΡΟΥΝΕΣ ΠΑΠΑΡΟΥΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΛΙΠΕΣ ΠΑΠΟΥΣ ΚΑΙ ΕΓΓΟΝΟΣ ΠΑΠΟΥΣ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ ΜΗΛΑ ΣΤΑ ΕΓΓΟΝΙΑ ΤΟΥ ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΓΥΖΗ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ ΠΟΤΡΑΙΤΟ ΡΟΔΙΑ ΜΕ ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΑΥΓΑ ΣΠΙΤΙ ΣΕ ΧΩΡΙΟ ΣΠΟΥΔΗ ΚΕΝΑΤΥΡΟΥ ΣΠΟΥΔΗ ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΣΧΕΔΙΟ ΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΑΦΙΣΑ ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ ΓΥΖΗΣ ΤΜΩΛΟΣ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΕ ΤΑ ΚΕΡΑΣΙΑ ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ ΤΟ ΠΕΝΘΟΥΝ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ ΤΟ ΣΚΛΑΒΟΠΑΖΑΡΟ ΤΟ ΧΑΜΙΝΙ ΤΟ ΤΣΟΥΡΕΚΙ ΨΥΧΟΜΑΝΑ ΨΩΜΙΑ EXAMINATIONS OF DOGS LEARNING BY HEART Ο ΝΕΟΣ ΑΙΩΝ ΑΓΟΡΙ ΑΝΘΗ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΑΖΟΣ Η ΑΡΡΩΣΤΗ Η ΠΙΑΤΟΘΗΚΗ Η ΠΟΡΤΑ ΚΕΦΑΛΙ ΝΕΑΣ ΚΕΦΑΛΙ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΟΥΛΟΥΡΑΚΙΑ ΜΑΔΗΜΕΝΟ ΚΟΤΟΠΟΥΛΟ ΜΗΤΕΡΑ ΜΕ ΜΩΡΟ ΝΑΥΤΟΠΟΥΛΟ ΝΕΚΡΗ ΦΥΣΗ ΜΕ ΜΗΛΑ Ο ΙΩΣΗΦ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ ΠΑΠΟΥΣ ΚΑΙ ΕΓΓΟΝΟΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΠΡΟΣΩΠΟ ΚΟΡΗΣ ΣΑΠΙΑ ΜΗΛΑ ΣΠΙΤΙΑ ΣΤΑ ΜΕΓΑΡΑ ΣΠΟΥΔΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΙΤΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΣΠΟΥΔΗ ΕΝΔΥΜΑΤΟΣ ΣΤΗ ΠΗΓΗ ΣΤΟΧΑΣΤΙΚΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΤΡΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΕΝΑ ΤΡΑΠΕΖΙ ΦΥΓΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ======================================================================== Κεραμιδόγατος ο μαντουμανταδόρος-(Β.Π)